- Ελλάδα - Τέχνη (Σύγχρονη)
- Η ΕΙΚΑΣΤΙΚΗ ΠΑΡΑΓΩΓΗ ΣΤΗ ΣΗΜΕΡΙΝΗ ΕΛΛΑΔΑ ΚΑΙ Η ΚΑΤΑΓΩΓΗ ΤΗΣ ΑΠΟ ΤΗΝ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΕΙΚΑΣΤΙΚΗ ΣΚΕΨΗ ΤΟΥ 19ου & ΤΟΥ 20ού αι.
Εξετάζοντας την ελληνική εικαστική δημιουργία σήμερα, μπορούμε να καταλήξουμε στις εξής παραδοχές: α) παρουσιάζει έργα με μεγάλο φορμαλιστικό ενδιαφέρον, τα οποία αντέχουν σε διεθνή κριτήρια, β) τα έργα αυτά, με ίχνη εξαιρέσεων, δεν θέτουν αισθητικά προβλήματα που να τα καθιστούν διακριτά και να τα ομαδοποιούν ως ελληνική εικαστική παραγωγή, γ) η διακίνηση και οι παράγοντες ανάδειξης των έργων αυτών στη διεθνή αγορά έχουν χαρακτήρα περιστασιακό και παθογενή.
Η εξήγηση και για τις τρεις προηγούμενες παρατηρήσεις ανάγεται στις συνθήκες ανάπτυξης της ελληνικής εικαστικής σκέψης από το 19ο αιώνα και μετά, προπάντων υπό τη σκιά του συνδρόμου της σχολής του Μονάχου, που κατέληξε να γίνει ο ρυθμιστικός παράγοντας είτε επιβάλλοντας τη σύμπλευση προς αυτό είτε ωθώντας στην αποφυγή του με κάθε κόστος. Η σχολή του Μονάχου, με εργαλεία τη νατουραλιστική τεχνική και το θεματολογικό ρομαντισμό, εισήγαγε τους Έλληνες εικαστικούς σε ένα βασανιστικό διάλογο με ιδεαλιστικά φιλοσοφικά ρεύματα, ο οποίος κράτησε –με παντοίες διακυμάνσεις– από τις αρχές του 20ού αιώνα μέχρι τα πρώτα μετεμφυλιακά χρόνια. Οι διακυμάνσεις αυτές άντλησαν τον τόνο τους από το αν ο εκάστοτε δημιουργός είχε θητεύσει μετά τις σπουδές του στο Παρίσι κυρίως και στη Γερμανία δευτερευόντως, καθώς κανείς μέχρι τη δεκαετία του ’70 δεν συνάντησε τον αγγλοσαξονικό τρόπο σκέψης. Μετά τον Εμφύλιο οι καλλιτέχνες που έγιναν μετέπειτα δάσκαλοι των σημερινών καθηγητών στις ελληνικές σχολές τέχνης, επιστρέφοντας κατά την πάγια παράδοση από τις σπουδές κυρίως στο Παρίσι ή στο Βερολίνο, άρχισαν μέσα από ιδεολογικές, κοινωνικές και αισθητικές ρήξεις να εισάγουν πρωτοποριακά και μοντερνικά υφολογικά στοιχεία, φυσικά με μισό αιώνα καθυστέρηση σύμφωνα με τα δεδομένα της λοιπής Ευρώπης. Αυτή η εικαστική γραμμή σκέψης, που μέσα από ποικιλότροπες ατραπούς καταλήγει στα σημερινά δεδομένα, κρύβει κυρίως την αγωνία να προλάβει τη σύμπλευση με τα ευρωπαϊκά εικαστικά τεκταινόμενα, με τρόπους συχνά απομιμητικούς και επιδερμικούς, καθώς στερείται τόσο του υποβάθρου των κοινωνικών και επιστημονικών ζυμώσεων που τα γέννησαν όσο και της ουσιώδους φορμαλιστικής συνέχειας με το δικό της πολιτισμικό παρελθόν. Προσπάθειες προσδιορισμού της «ελληνικότητας» περιεπλάκησαν είτε σε μια διαπραγμάτευση με ελληνικές (;) βυζαντινές φόρμες είτε σε μια ελληνική (;) θεματολογική αφορμή, που, βέβαια, δεν αφορά το έργο ως προτεινόμενο αισθητικό πρόβλημα. Αποτέλεσμα: αφενός, δημιουργοί που στέκονται διεθνώς ως εξαίρετοι Ευρωπαίοι τεχνίτες, χρησιμοποιούνται από τα ρεύματα αντί να τα χρησιμοποιούν και, φυσικά, δεν μπορούν να φέρουν σε ένα διεθνή στίβο τον ειδοποιό χαρακτήρα του Έλληνα ζωγράφου ή γλύπτη με τον τρόπο που φέρουν το δικό τους ειδοποιό χαρακτήρα δημιουργοί ορμώμενοι από τη λοιπή εικαστική περιφέρεια, όπως, λόγου χάρη, οι Μεξικάνοι ή οι Πορτογάλοι· αφετέρου, δημιουργοί που, αφού θήτευσαν για κάποιο διάστημα στην Ευρώπη, επανεισάγουν υπερμεγεθυσμένη την προσωπική τους μυθολογία στην ντόπια αγορά, εξαργυρώνοντας μέσω της τεχνικής του «είσαι ό,τι δηλώσεις» παρωχημένα στιλιστικά γυμνάσματα ή «επαναστατικές» τεχνολογίες και συντηρώντας τες μάλιστα μέσω μέτριων ή αδύναμων μιμητών-επιγόνων, ώστε να συνεχίζεται απρόσκοπτα η διακίνηση του δικού τους επανεισηγμένου έργου. Οι ελάχιστοι εικαστικοί που, έχοντας κατακτήσει μια στέρεη «ευρωπαϊκή» τεχνική, δείχνουν το όψιμο θάρρος τους να θέσουν στον εαυτό τους ένα πρόβλημα καθαρά φορμαλιστικής συνέχειας της ελληνικής αισθητικής δημιουργίας και, ακόμα περισσότερο, ένα ζήτημα προσδιορισμού της ομάδας αισθητικών προβλημάτων που δύναται να θέσει η ελληνική γραμμή αισθητικής σκέψης, παραμένουν απομονωμένοι από το σύστημα διακίνησης, δίχως τον υποστηρικτικό ιστό φιλοσόφων, επιστημόνων άλλων γνωστικών πεδίων ή κοινωνιολόγων, με τους οποίους θα έπρεπε να συνεργαστούν γόνιμα.
Σε τι οφείλεται αυτό; Σε έναν εξωγενή ιστορικό παράγοντα και σε δύο ενδογενείς κοινωνικούς. Ο εξωγενής παράγοντας είναι, βέβαια, οι συχνές παραμορφώσεις της ελληνικής αισθητικής σκέψης εξαιτίας των ιστορικών λύσεων συνεχείας και των βίαιων καταργήσεων της κλασικής πειθαρχίας, ένας παράγοντας που είχε ως αποτέλεσμα να βαφτιστούν αυτές «αλληλοσυμπληρωματικές» όψεις πολιτισμικού συνεχούς και να συνθέσουν έναν υποθετικό «εθνικό» χαρακτήρα, που έφτασε σ’ εμάς μέσα από το κάτοπτρο του γερμανικού ρομαντισμού και του μεγαλοϊδεατισμού που επέβαλε ο νεοελληνικός Διαφωτισμός.
Τα κριτήρια με τα οποία ποικιλότροπα πολιτισμικά δεδομένα παραπέμφθηκαν στο «εθνικό» χωνευτήρι υπήρξαν οτιδήποτε άλλο εκτός από σκληρά φορμαλιστικά αισθητικά κριτήρια.
Ο πρώτος ενδογενής κοινωνικός παράγοντας είναι ο ρόλος του κράτους στη διαχείριση της σημερινής εικαστικής παραγωγής. Το υπουργείο Πολιτισμού έχει καθηλωθεί σε μονομερή και πάγιο προσανατολισμό προς ό,τι διαθέτει το επίθετο «αρχαιολογικό», ώστε, όταν πρόκειται για σύγχρονα πολιτιστικά ζητήματα, υπό οιανδήποτε πολιτική ηγεσία, να βασίζεται για τη διαχείρισή τους σε περιστασιακές παρέες «επαϊόντων» με αδιαφανή κριτήρια. Η έλλειψη πρόθεσης για σύμπτυξη πραγματικού γνωστικού υποβάθρου περί τον πολιτισμό γίνεται προφανής από τον τρόπο εισαγωγής της εικαστικής, θεατρικής, λογοτεχνικής, μουσικής και άλλης παιδείας στη μέση εκπαίδευση. Εξάλλου, όταν δεν αγοράζονται μεγάλου προϋπολογισμού έργα, οι καλλιτέχνες δεν καλούνται να προβληματιστούν, η πραγματικότητά τους, επομένως, σμικρύνεται και καταντά μίζερη, καθώς δεν μπορούν να καταστούν εκ του μη όντος διεθνώς ανταγωνιστικοί. Ο δεύτερος ενδογενής κοινωνικός παράγοντας είναι η ίδια η σύνθεση των ανωτάτων σχολών τέχνης από το 1982 και μετά. Είναι φανερό πως, όταν ο νομοθέτης ασχολήθηκε με το νόμο-πλαίσιο για τα Α.Ε.Ι., δεν έλαβε καθόλου υπόψη του τις σχολές τέχνης και τον ιδιαίτερο χαρακτήρα τους.
Οι παλαιότεροι δάσκαλοι-διευθυντές εργαστηρίων, που συχνά κατηγορήθηκαν ως οι «βαρόνοι», απέκτησαν τον τίτλο του καθηγητή, αφού είχαν θητεύσει στη διεθνή αγορά, είχαν ολοκληρώσει σημαντικό έργο του opus τους και είχαν ετοιμαστεί να μεταφέρουν στους μαθητές τους τον αισθητικό τους προβληματισμό, πέρα από τεχνικές ή τυπολογικά διαπιστευτήρια. Γιατί οι σχολές τέχνης, ανόμοια προς τις σχολές φυσικής, φιλολογίας ή βιολογίας, δεν εξελίσσουν τον scholar σε δάσκαλο. Από το 1982 και μετά εισήχθη τεχνηέντως ένα συντεχνιακό δημοσιοϋπαλληλικό πνεύμα, που παραμέρισε την απαίτηση για καίριες συζητήσεις. Αποτέλεσμα: κάποιο φερόμενοι ως «θεωρητικοί» της τέχνης γενικώς, φορείς ενός συμπιλήματος ιδιοτήτων ιστορικού και κριτικού, δίχως ποτέ να αποσαφηνίσουν τα ιστορικά ή κριτικά μεθοδολογικά τους εργαλεία, να αναλίσκονται σε συζητήσεις για προβλήματα ήδη λυμένα στην Ευρώπη, προβλήματα του τύπου «Τι θα γίνει τελικά μετά το μεταμοντέρνο;», με κάποιο πλήρως αποδυναμωμένο κριτικό ρεπερτόριο. Συντηρούν έτσι χρεοκοπημένες εικαστικές απόπειρες τεχνολογικά «πρωτότυπες», ώστε οι ντόπιοι αποπειρώμενοι να μεταφέρονται από τη μια διδακτική βαθμίδα στην επόμενη, δυναμιτίζοντας την όποια γόνιμη αισθητική αντίληψη των φοιτητών, καθώς τα ζέοντα εικαστικά προβλήματα, όπως η σχέση νευροεπιστημών-νοητικής αναπαράστασης (mental image) και εικαστικής εικονοπλασίας, προβλήματα που ευθέως άπτονται μιας γραμμής ανάλυσης που κατάγεται από τον Αριστοτέλη, μένουν εντελώς μακριά τους και δεν θίγονται ούτε τείνουν να θέσουν αισθητικά κριτήρια μέσα στον ελληνικό παραγωγικό χώρο. Σήμερα, στο πλαίσιο της ζύμωσης των πολυπολιτισμικών δεδομένων, η ελληνική εικαστική παραγωγή βρίσκεται στο πιο σημαντικό σταυροδρόμι. Καλείται ή να θέσει σκληρά ερωτήματα αυτοπροσδιορισμού διαλεγόμενη με άλλα γνωστικά πεδία. ή να αυτοκαταργηθεί λειτουργώντας ως καθυστερημένη επανάληψη του ευρωπαϊκού συρμού και ως πεδίο διαπραγμάτευσης συνδικαλιστών και επιμελητηρίων.
Η ΑΡΧΙΤΕΚΤΟΝΙΚΗ ΣΤΗ ΝΕΟΤΕΡΗ ΕΛΛΑΔΑ
Η αρχιτεκτονική στο πλαίσιο του νεοελληνικού πολιτισμού
Η γέννηση της νεότερης Ελλάδας μέσα από τις στάχτες του πολέμου της ανεξαρτησίας προκάλεσε μια μικρή αρχιτεκτονική κοσμογονία. Οι πολίτες και η κυβέρνηση του νεοσύστατου ελληνικού κράτους διάνοιξαν δρόμους μέσα από τα ερείπια και επέκτειναν τις πόλεις τους, ενώ έσπευσαν να χτίσουν νέα κτίρια και να ανακαινίσουν τα παλιά, ώστε να στεγάσουν τις απλές οικιακές ανάγκες, όπως και νέες, πρωτάκουστες για την εποχή δημόσιες χρήσεις. Στην ανοικοδόμηση της μικρής Ελλάδας του 19ου αιώνα συμμετείχαν μερικοί από τους σημαντικότερους Ευρωπαίους αρχιτέκτονες. Ο σχεδιασμός για την πρωτεύουσα Αθήνα έλαβε διαστάσεις εκστρατείας πολιτισμού, που επεδίωκε την επάνοδο των τεχνών, και ιδιαίτερα της αρχιτεκτονικής, στην αρχαία κοιτίδα τους. Ταυτόχρονα, νέοι πολιτικοί και κοινωνικοί θεσμοί ανασυνέταξαν τις διαδικασίες πολεοδόμησης και οικοδόμησης. Αυτό το ξεκίνημα υπήρξε μια βαθιά τομή με το παρελθόν. Έτσι, μπορούμε να μιλάμε για αρχιτεκτονική στη νεότερη Ελλάδα, ως πολιτιστικό φαινόμενο με τη δική του παράδοση και ιστορία, με τους ήρωές του, τις νίκες και τις πτώσεις του, ανοιχτό σε επιρροές και εξελισσόμενο, αλλά διακεκριμένο και αξιόλογο, ζωντανό και ακμαίο έως σήμερα.
Όμως η διαμόρφωση εθνικού κράτους δεν περιχαράκωσε όρια για τη νεοελληνική αρχιτεκτονική, η οποία είναι κάτι διαφορετικό και ευρύτερο από την παραγωγή χτισμένου χώρου εντός της νεοσύστατης πολιτείας. Χωρίς αμφιβολία, η ιστορική εμβέλεια της νεοελληνικής αρχιτεκτονικής υπερβαίνει το έργο που παράχθηκε εντός του ελληνικού κράτους. Προφανώς, ένας συνεπής ορισμός της πρέπει να βασίζεται σε ένα αντίστοιχο προσδιορισμό της γέννησης και του χαρακτήρα του νέου ελληνισμού. Ωστόσο, η αρχιτεκτονική ως έκφραση πολιτισμού δεν έπαψε ποτέ να δίνει αξιόλογα έργα ακόμη και στα δύσκολα για τους Έλληνες –ή, ορθότερα, τους Ρωμιούς– χρόνια της οθωμανικής κυριαρχίας. Η αστείρευτη δύναμη της παράδοσης του αρχαίου και βυζαντινού κόσμου τροφοδοτούσε διαρκώς τις επίσημες καλλιτεχνικές μορφές και τον καθημερινό βίο έως και τα νεότερα χρόνια, οπότε οι δυτικές επιρροές εντάχθηκαν γόνιμα στο σώμα της λεγόμενης σήμερα παραδοσιακής αρχιτεκτονικής. Περιοχές που έμειναν έξω από την τουρκική κατάκτηση ολοκληρωτικά ή για μεγάλο διάστημα, όπως τα Επτάνησα και η Κρήτη, ανέπτυξαν τοπικά ιδιώματα, που ασφαλώς συμμετέχουν στη νεοελληνική αρχιτεκτονική. Στην οθωμανική Ανατολή οι ακμάζουσες κοινότητες των Ρωμιών διακρίνονταν –ιδίως κατά το 19ο αι.– για την εκλεπτυσμένη έκφρασή τους στο χώρο, με σημαντικά κτίρια δημόσιας χρήσης και πολυτελείς κατοικίες που είχαν κατακτήσει μια αξιοσημείωτη μορφολογική ελευθερία. Σε τούτο το ευρύ πλαίσιο συμμετείχε, ως αδύναμη αρχικά συνιστώσα, και η αρχιτεκτονική που παραγόταν στο νεοσύστατο ελλαδικό κράτος, ώσπου σταδιακά επικράτησε αυτή ως κύριο σώμα της νεοελληνικής αρχιτεκτονικής, όχι λόγω της πολιτιστικής υπεροχής της, αλλά μέσα από τις τραγικές περιπέτειες του ελληνισμού κατά τον 20ό αιώνα Όμως οι πλούσιες ποικιλίες των ευρύτερων νεοελληνικών παραδόσεων δεν πήγαν χαμένες. Στη λεγόμενη «Παλαιά Ελλάδα», που αγωνιζόταν για την επιβίωσή της και τη διαμόρφωση της ταυτότητάς της, η αρχιτεκτονική έκφραση έγινε μια διαφιλονικούμενη υπόθεση, και οι πρωταγωνιστές της αρχιτέκτονες συμμετείχαν στην αιχμή του διαλόγου για την πολιτιστική πορεία της νεοελληνικής κοινωνίας. Το ενδιαφέρον για την ιστορία της αρχιτεκτονικής στη νεότερη Ελλάδα βρίσκεται ακριβώς στο ότι τα σχέδια για τα δημόσια κτίρια, τα σπίτια, τις πόλεις και τους δημόσιους χώρους, όπως και τα κείμενα των αρχιτεκτόνων, καταγράφουν ιδεολογικές και πολιτιστικές συγκρούσεις που διέπουν έως σήμερα τη νεοελληνική κοινωνία.
Η συνιστώσα της παράδοσης
Η συγκρότηση εθνικού κράτους μετέβαλε τις συνθήκες παραγωγής του χτισμένου χώρου στην Ελλάδα, αλλά με καθυστέρηση. Οι αισθητικές και λειτουργικές παράμετροι της αρχιτεκτονικής, όπως και οι μέθοδοι οικοδόμησης, άλλαξαν βαθμιαία, τόσο ώστε οι πατροπαράδοτοι τρόποι με τη μακροχρόνια επιβίωσή τους να κατέχουν μια αξιοπρόσεκτη θέση στο σώμα της νεοελληνικής αρχιτεκτονικής. Ένας ακόμη λόγος που επιβάλλει την αναφορά στη λεγόμενη ελληνική παραδοσιακή αρχιτεκτονική είναι η σημασία της για τους νεότερους αρχιτέκτονες, που έδρασαν κυρίως μετά το 1900 και με επιμονή αναζήτησαν στην παράδοση τις γνήσιες μορφές που θα έδιναν απαντήσεις στο μείζον ερώτημα της ελληνικότητας της αρχιτεκτονικής.
Στους δύο πρώτους αιώνες της τουρκοκρατίας εξακολουθούσαν να χτίζονται ναοί κατά τα βυζαντινά πρότυπα, συνήθως σε μοναστήρια που διέθεταν τα διοικητικά και οικονομικά προνόμια ώστε να εκτελέσουν έργα. Τα καθολικά των μονών Διονυσίου, Κουτλουμουσίου και Σταυρονικήτα στο Άγιο Όρος χτίστηκαν το 16ο αιώνα και πριν από το 1550. Επίσης, το εντυπωσιακό συγκρότημα των Μετεώρων ανήκει κυρίως σε αυτή την περίοδο. Την ίδια εποχή άνθιζε ο μοναχισμός στα βουνά της Πίνδου, της Μακεδονίας και της Πελοποννήσου και ανεγέρθηκαν ναοί (παραδείγματα είναι οι Μονές Πέτρας, Κορώνης, Μεγάλων Πυλών Δούσικου, Μεσενικόλα, Βράχας Ευρυτανίας, Μαλεσίνας και Λουκούς στην Πελοπόννησο). Ανάμεσα σε περιόδους επικίνδυνων κρίσεων και καταστροφών μέχρι το 18ο αιώνα χτίστηκαν παντού στην Ελλάδα αξιόλογες εκκλησίες, κατά τον τύπο του βυζαντινού σταυροειδούς εγγεγραμμένου ή παρόμοιου, όπως στις μονές Ρεντίνας, Εικοσιφοινίσσης, Αγάθωνος, Αγίας Αναστασίας Φαρμακολυτρίας, Αγίου Παντελεήμονα Αγιάς, Αγνούντος, Δαμάστας, Φανερωμένης Σαλαμίνας και σε πολλές άλλες. Στις μεγάλες πόλεις η οικοδόμηση νέων ενοριακών ναών ήταν δύσκολη, και αξιοσημείωτα παραδείγματα υπάρχουν μόνο μετά το 18ο αιώνα. Ενδιαφέρον έχει η σταδιακή εγκατάλειψη των τρουλαίων ναών και η επάνοδος μετά από αιώνες στον τύπο της βασιλικής. Αυτό το είδος των εκκλησιών επικράτησε στην ύστερη τουρκοκρατία και εξαπλώθηκε σε όλη την Ελλάδα και τη Μικρά Ασία. Πρόκειται συνήθως για μεγάλες εκκλησίες με ένα, δύο ή τρία κλίτη, που συχνά διαμορφώνονται με τοξωτές κιονοστοιχίες. Στεγάζονται με θόλο ή με ξύλινη στέγη, που μερικές φορές καλύπτεται από ξύλινη διακοσμημένη οροφή.
Το αρχετυπικό παράδειγμα είναι ο πατριαρχικός ναός του Αγίου Γεωργίου στο Φανάρι της Κωνσταντινούπολης, ο οποίος οικοδομήθηκε γύρω στα 1720. Στη Θεσσαλονίκη ανοικοδομήθηκαν το 18ο αιώνα μερικές σημαντικές εκκλησίες αυτού του τύπου, όπως ο Άγιος Αθανάσιος, ο Άγιος Μηνάς και η Νέα Παναγία. Παρόμοιες χτίστηκαν επίσης σε όλη τη Μακεδονία, την Ήπειρο και την Θεσσαλία, με χαρακτηριστικά παραδείγματα στο Πήλιο. Αυτή την εποχή το οθωμανικό καθεστώς ήταν ηπιότερο, οι επαφές των Ελλήνων με τη χριστιανική Δύση είχαν αυξηθεί και οι τοπικές κοινωνίες ενισχύονταν οικονομικά και δημογραφικά. Έτσι, συντελέστηκε μια απομάκρυνση από τη συντηρητική εφαρμογή των βυζαντινών προτύπων και ένα άνοιγμα σε δυτικές επιρροές, που μετουσιώθηκαν σε τοπικές ιδιόμορφες λύσεις. Στα επιμέρους αρχιτεκτονικά μέλη (τόξα, παραστάδες κ.λπ.) και στις διακοσμήσεις (λιθανάγλυφα, οροφές) πολλαπλασιάστηκαν τα διακοσμητικά μοτίβα της Αναγέννησης, έστω και ως μιμητικές προσεγγίσεις. Οι ικανότεροι τεχνίτες μετέπλαθαν τις εισαγόμενες μορφές και δημιουργούσαν πρωτότυπα σχέδια. Εκφραστικότατα ξυλόγλυπτα τέμπλα κατασκευάστηκαν σε όλη την Ελλάδα το 18ο αιώνα και σήμερα εντυπωσιάζουν με τη βαριά διακοσμητική τους επιτήδευση. Σταδιακά, διαμορφώθηκαν τοπικές σχολές μαστόρων, που καλλιέργησαν τις τεχνικές της οικοδόμησης και τη διακοσμητική, κατακτώντας την τεχνογνωσία της ελληνικής παραδοσιακής αρχιτεκτονικής.
Η παραγωγή κοσμικής αρχιτεκτονικής κατά τους δύο πρώτους αιώνες της τουρκοκρατίας συνδέεται στενά με το φαινόμενο των οικισμών. Οι συνθήκες της ανάπτυξής τους είναι ακόμη αδιευκρίνιστες, καθώς οι μετακινήσεις πληθυσμών και οι καταστροφές ήταν συχνές έως το 17ο αιώνα. Οι διαφορές μεταξύ των οικισμών είναι μεγάλες από τόπο σε τόπο, απεικονίζοντας τις γεωγραφικές και ιστορικές συνθήκες εκάστου. Στην ηπειρωτική Ελλάδα οι εξαρτημένοι από τους γαιοκτήμονες γεωργοί κατοικούσαν σε μικρά ασήμαντα χωριά δίχως δρόμους και πλατεία, αποτελούμενα από καλύβες. Ένα μέρος του πληθυσμού είχε καταφύγει σε ορεινές περιοχές. Η μικρή ιδιοκτησία και η κτηνοτροφία χαρακτηρίζουν την οικονομία αυτών των κοινοτήτων. Στην άλλη πλευρά του ελληνικού χώρου, στο Αιγαίο, που υπέφερε από την πειρατεία, η ανασφάλεια εκφράστηκε με την οχύρωση των οικισμών. Μικρά σπιτάκια συνωθούνταν σε απόκρημνες πλαγιές ή στο εσωτερικό κάστρων, όπως στη Σίφνο και στην Αστυπάλαια. Το 18ο αιώνα μετά το τέλος των τουρκοενετικών συρράξεων συντελέστηκε μια πρωτοφανής οικονομική και κοινωνική αναβάθμιση των ρωμαίικων κοινοτήτων σε όλη την περιοχή της ανατολικής Μεσογείου και των Βαλκανίων. Η έντονη οικοδομική δραστηριότητα που συνόδευσε αυτή την περίοδο ακμής έως τα μέσα του 19ου αιώνα έχει αφήσει αρκετά αξιόλογα δείγματα, και δίνει την εικόνα που έχουμε σήμερα για τους παραδοσιακούς οικισμούς και την αρχιτεκτονική τους. Οι οικιστικοί τύποι είναι πάρα πολλοί και συγκροτούν τοπικές παραδόσεις. Άλλα χωριά άκμασαν χάρη στη βιοτεχνική παραγωγή, όπως τα Αμπελάκια της Θεσσαλίας και το Συρράκο της Ηπείρου, άλλα εκμεταλλευόμενα μια μονοπωλιακή καλλιέργεια, όπως τα μαστιχοχώρια της Χίου, και άλλα χάρη στην εργατική δύναμη των κατοίκων τους, όπως τα μαστοροχώρια της Αρκαδίας. Οι περισσότερες από τις σύγχρονες ελληνικές πόλεις, όπως τα Ιωάννινα, η Καστοριά, η Βέροια, η Καβάλα, η Ξάνθη, δημιουργήθηκαν ή αναγεννήθηκαν εκείνη την περίοδο. Την ανάπτυξη αυτή μαρτυρούν σήμερα τα ιστορικά τους κέντρα (παρά την τραγική αλλοίωση και υποβάθμιση που σε πολλές περιπτώσεις τα ταλαιπωρεί). Άλλοι οικισμοί έμειναν στάσιμοι ή παρήκμασαν στις αρχές του 20ού αι. και σταδιακά εγκαταλείφθηκαν (μερικοί σώζουν σήμερα ανέπαφη την αυθεντική μορφή τους και γι’ αυτό προσελκύουν επισκέπτες, αναπλάθονται και αναβιώνουν προστατευόμενοι με νόμο). Παραδείγματα τέτοια είναι η Σιάτιστα, το Μέτσοβο, τα Ζαγοροχώρια, τα χωριά του Πηλίου, της Γορτυνίας και πολλά άλλα.
Η θάλασσα αποτελούσε πάντα μείζονα παράγοντα πλούτου για τους Έλληνες. Από το τέλος του 18ου αιώνα, ιδίως μετά το 1774 (Συνθήκη Κιουτσούκ Καϊναρτζϊ), οι Ρωμιοί της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας κυριάρχησαν στο εμπόριο της ανατολικής Μεσογείου και της Μαύρης Θάλασσας και η οικονομική τους επιτυχία καταγράφηκε στην ανάπτυξη νησιών όπως η Ύδρα και παραλιακών ηπειρωτικών οικισμών όπως το Γαλαξίδι. Τα νησιά του ανατολικού Αιγαίου είχαν ανάλογη εξέλιξη (Μυτιλήνη, Χίος και λοιπά). Στις πόλεις της μικρασιατικής ακτής η άνοδος του βιοτικού επιπέδου των χριστιανικών κοινοτήτων εκφράστηκε στην πλούσια αρχιτεκτονική των κατοικιών τους (Αϊβαλί, Σμύρνη). Η πολεοδομική συγκρότηση των οικισμών είναι προφανώς διαφορετική ανά περιοχή. Όμως συνήθως επικρατεί η μορφή του ακανόνιστου ιστού με πυκνή δόμηση και στενούς δρόμους που σχηματίζουν πολύπλοκο λαβυρινθώδες δίκτυο. Φαινομενικά, αυτή η διάταξη ήταν τυχαία, όμως στην πραγματικότητα υπάκουε σε αυστηρή δομή και έχει κάποια κανονικότητα. Υπάρχουν γειτονιές που συγκροτούνται γύρω από μικρές πλατείες. Εκεί βρίσκεται συνήθως μια εκκλησία, που λειτουργεί ως κέντρο της κοινωνικής ζωής. Διακρίνεται κάποιος κεντρικός δρόμος που αποτελεί την αγορά και συγκεντρώνει τις δημόσιες δραστηριότητες, καταστήματα και εργαστήρια. Στα αστικά κέντρα (Κωνσταντινούπολη, Θεσσαλονίκη, Σμύρνη) οι γειτονιές απέκτησαν ιδιαίτερο κοινωνικό χαρακτήρα, καθώς κατοικούνταν αποκλειστικά η καθεμιά από κάποια εκ των πολλών εθνικών και θρησκευτικών κοινοτήτων.
Οι φτωχότερες περιοχές της χώρας ήταν περισσότερο συντηρητικές και εκεί μάλλον επιβιώνουν παλαιότεροι οικιστικοί τύποι. Στις διαρκώς απειλούμενες από τους πειρατές Κυκλάδες τα μικροσκοπικά σπίτια εξακολουθούσαν να απαρτίζουν συνεκτικά σύνολα απ’ όπου απουσιάζουν οι αυλές, και οι ανοιχτοί δημόσιοι χώροι είναι ελάχιστοι. Στη Μάνη, όπου ο κίνδυνος είχε τη μορφή εσωτερικών ανταγωνισμών, η δομή των οικισμών καθορίστηκε από την ανάγκη προστασίας κάθε οικογένειας ξεχωριστά, και έτσι δημιουργήθηκε το εξαιρετικό φαινόμενο των πύργων, με τις πολλές παραλλαγές του.
Η αρχιτεκτονική των παραδοσιακών κατοικιών έχει εξαιρετική ποικιλία και χαρακτηρίζει κάθε περιοχή αντικατοπτρίζοντας ιστορικές και κοινωνικές συνθήκες, ξένες επιρροές και τοπικές παραδόσεις, το κλίμα και τη μορφολογία του εδάφους. Γενικά, τα αγροτικά σπίτια ήταν μονόχωρα και κάλυπταν τις στοιχειώδεις ανάγκες. Συχνά, στο ίδιο κατάλυμα στεγάζονταν ζώα και άνθρωποι μαζί. Στα νησιά ο χώρος ύπνου συχνά ήταν υπερυψωμένος, σαν ένα είδος παταριού κάτω από το οποίο σχηματίζεται αποθήκη. Τα αρχοντόσπιτα του Αιγαίου είχαν περισσότερους χώρους, με σάλες και κάμαρες, και πολλές φορές έφεραν διακοσμήσεις δυτικής επίδρασης. Στην ηπειρωτική χώρα συνηθιζόταν το διώροφο μακρόστενο σπίτι. Ο όροφος, χωρισμένος συνήθως σε τρία μέρη, στέγαζε την οικογένεια, ενώ στο κατώι βρισκόταν στάβλος και αποθήκη. Στους πλούσιους σε αγροτική παραγωγή οικισμούς της βόρειας και κεντρικής Ελλάδας χτίζονταν σπίτια σε μορφή συγκροτήματος με μεγάλη αυλή. Τα υποστατικά περιβάλλουν την κυρίως οικία, η οποία διαθέτει μια ανοιχτή στοά στην πλατιά όψη της, το χαγιάτι. Σε μέρη όπου άκμαζε κάποια βιοτεχνική ή εμπορική δραστηριότητα, το σπίτι γινόταν μεγάλο, πολυώροφο, και διέθετε αποθήκες και εργαστήρια. Οι πλούσιοι έμποροι επεδίωκαν την κοινωνική προβολή και έχτιζαν πολυτελείς κατοικίες. Χαρακτηριστικά είναι τα αρχοντικά των Αμπελακίων και του Πηλίου, που έχουν τρίτο όροφο με προεξέχοντες κλειστούς εξώστες (σαχνισιά) και πλούσιες ξύλινες διακοσμήσεις.
Είναι σύνηθες το ερώτημα αν η μορφή των κτιρίων της παραδοσιακής αρχιτεκτονικής προέρχεται άμεσα από μια αρχαία ή βυζαντινή παράδοση κατοίκησης ή αν διαμορφώθηκε από τουρκικές επιρροές. Τα διατιθέμενα στοιχεία δεν επιτρέπουν μια σαφή απάντηση, αλλά είναι μάλλον υπερβολικό να υποτεθεί ότι οι νομάδες Τούρκοι επέβαλαν μια δική τους αρχιτεκτονική παράδοση σε περιοχές όπου άκμασαν οι πλέον εξελιγμένοι πολιτισμοί της αρχαιότητας. Σπίτια διώροφα με κλειστούς εξώστες ήταν συνηθισμένα στη βυζαντινή και αραβική αρχιτεκτονική, ενώ τα χαγιάτια και οι ανοιχτές στοές είναι βασικοί τύποι της αρχαίας ελληνικής και ρωμαϊκής οικιστικής παράδοσης, που συνεχίστηκε χωρίς διακοπή. Παρατηρείται ότι λεπτομέρειες της διακόσμησης των πλουσιότερων οικιών είναι κοινές για Τούρκους, χριστιανούς ορθόδοξους και Εβραίους, όπως και οι επιρροές από την έντονα αναπτυσσόμενη Δύση. Οι Έλληνες έμποροι που ταξίδευαν στην Κεντρική Ευρώπη μετέφεραν εμπειρίες αναγεννησιακών και μπαρόκ μορφών. Την ίδια εποχή στα κέντρα της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας τα δυτικά μορφολογικά στοιχεία εφαρμόζονταν σε σημαντικά κτίρια απευθείας από Δυτικούς τεχνίτες και, έτσι, οι επιρροές ήταν πολύπλευρες για τους μαστόρους της παραδοσιακής αρχιτεκτονικής. Ξεχωριστή περίπτωση αποτελούν οι βενετοκρατούμενες περιοχές, Κρήτη, Κυκλάδες και Επτάνησα, όπου η αναγεννησιακή αρχιτεκτονική εφαρμόστηκε με πιο άμεσο τρόπο.
Ο 19ος αιώνας στάθηκε καθοριστικός για την τύχη των περισσότερων από τους οικισμούς που αναπτύχθηκαν στον ελληνικό χώρο στα χρόνια της τουρκοκρατίας. Η βιομηχανική επανάσταση στην Ευρώπη άλλαξε ριζικά τις οικονομικές συνθήκες σε παγκόσμιο επίπεδο, και οι ελληνικές κοινότητες που είχαν αναπτυχθεί σε συνθήκες εξάρτησης από τις ευρωπαϊκές εξελίξεις αντιμετώπισαν την ανάγκη προσαρμογής. Η ίδρυση του ελληνικού κράτους, καθώς και των υπόλοιπων εθνικών κρατών στα Βαλκάνια, διέκοψε τη συνέχεια του χώρου που επί αιώνες ευνοούσε τις πολιτιστικές ανταλλαγές. Δημιουργήθηκαν σημαντικές πόλεις και πρωτεύουσες, όπου οι εθνικές ιδεολογίες αναζήτησαν νέους τρόπους αρχιτεκτονικής έκφρασης, μακριά από το οθωμανικό παρελθόν. Στην Ελλάδα ο νεοκλασικισμός ήρθε από την Ευρώπη και αγκαλιάστηκε σαν αντιδάνειο που επιστρέφεται στην κοιτίδα του κλασικού πολιτισμού. Οι παραδοσιακοί οικισμοί, αφού έφτασαν στο υψηλότερο σημείο ακμής τους μέσα στο 19ο αιώνα, αντιμετώπισαν λίγο πριν από το 1900 την κρίση και, σταδιακά, μέχρι τα μέσα του 20ού αιώνα, παρήκμασαν. Ο πόλεμος, η μετανάστευση και η αστικοποίηση μετά το 1950 οδήγησαν στην ερήμωση πολλά χωριά. Ο οικιστικός και αρχιτεκτονικός πλούτος διατηρήθηκε σε φθίνουσα πορεία και απειλήθηκε σοβαρά όταν οι εναπομείναντες κάτοικοι κατέστρεψαν τις παλιές οικίες τους προσπαθώντας να χτίσουν σύγχρονα πιο άνετα σπίτια. Στην πραγματικότητα, είχε συντελεστεί μια ριζική πολιτισμική αλλαγή, που ανέδειξε νέες κοινωνικές αξίες, μακριά από τα παλιά επιτεύγματα των αγροτικών κοινωνιών της τουρκοκρατίας. Η τουριστική ανάπτυξη τις περισσότερες φορές επιδείνωσε την κατάσταση, καθώς οι κάτοικοι, αγνοώντας την σημασία κτιρίων και οικισμών, πίστευαν ότι βελτιώνουν τις συνθήκες διαβίωσης αντικαθιστώντας τις παλαιές κατασκευές με νέες από σύγχρονα υλικά. Ένας εξαιρετικός οικιστικός και αρχιτεκτονικός πλούτος με καταβολές που χάνονται μέσα στην ιστορία καταστράφηκε στον 20ό αι. Η ελληνική κοινωνία είχε πολλούς λόγους για να αντιδράσει σε αυτή την κατάσταση, και έτσι, σταδιακά, συγκροτήθηκε νομικό πλαίσιο για τη συστηματική προστασία αυτής της κληρονομιάς, που θεωρείται ότι αποτελεί αναπόσπαστο μέρος της νέας ελληνικής αρχιτεκτονικής.
Το ευρωπαϊκό πρότυπο
Ενόσω η οθωμανική κυριαρχία επέβαλε στην Ελλάδα επίσχεση στις εξελίξεις της αρχιτεκτονικής, στη δυτική Ευρώπη εκδηλώθηκε μια άνευ προηγουμένου πολιτιστική ανάπτυξη, που εκφράστηκε και στην αρχιτεκτονική, με τα εντυπωσιακά επιτεύγματα της Αναγέννησης, του μπαρόκ και του κλασικισμού. Οι λεγόμενοι ιστορικοί ρυθμοί αναπτύχθηκαν αρχικά στην Ιταλία, αντλώντας μορφές από αρχαία πρότυπα. Η αρχιτεκτονική έγινε άριστο μέσο επίδειξης της δύναμης και του πλούτου. Οι αρχιτέκτονες της εποχής ήταν επώνυμες προσωπικότητες με πολύπλευρη μόρφωση και σημαντικό κοινωνικό κύρος. Από τα έργα τους γεννήθηκε μια νέα αρχιτεκτονική νοοτροπία, που η ακτινοβολία της απλώθηκε σε όλη την Ευρώπη, ακόμη και στην τουρκοκρατούμενη Ανατολή. Η αναγεννησιακή αρχιτεκτονική θριαμβεύει με τον τρόπο που συνθέτει το εξωτερικό περίβλημα των κτιρίων. Οι όψεις έχουν βάση πάνω στην οποία συνήθως στηρίζονται παραστάδες ή κίονες με κιονόκρανα, εναλλασσόμενοι ρυθμικά με μεγάλα παράθυρα, πλαισιωμένα από κυμάτια και αετώματα. Κίονες και παραστάδες φέρουν επιστήλια και γείσα, διακοσμημένα κατά τα ρωμαϊκά πρότυπα. Στις εκκλησίες σχεδόν πάντα το σύνολο ολοκληρώνεται με κλασικό τριγωνικό αέτωμα. Όμως η Αναγέννηση, ως κατά κάποιον τρόπο επιστροφή στην αρχαιότητα, είχε στερηθεί –λόγω της τουρκικής εξάπλωσης– τη δυνατότητα άμεσης επαφής με τα αυθεντικά μνημεία που σώζονταν στον ελληνικό χώρο. Ήδη από τα μέσα του 16ου αιώνα οι μορφές της αρχαίας αρχιτεκτονικής που χρησιμοποιούνταν απώλεσαν σταδιακά το στατικό και λειτουργικό τους νόημα και απέκτησαν έντονο διακοσμητικό χαρακτήρα. Ο μανιερισμός που επικράτησε στη συνέχεια, και κυρίως το μπαρόκ, που γεννήθηκε μετά το 1600 και γρήγορα διαδόθηκε στην Ευρώπη, είναι στιλ ανήσυχα και πληθωρικά. Στοιχεία της Αναγέννησης υιοθετήθηκαν και τον 17ο αιώνα, αλλά εφαρμόστηκαν με τρόπο αλλόκοτο μέσα σε πλήθος διακοσμήσεων. Στις αρχές του 18ου αιώνα η αρχιτεκτονική έδειχνε κουρασμένη από τις υπερβολές, και ένα κίνημα επιστροφής στην καθαρότητα των αρχαίων προτύπων γεννήθηκε μεταξύ των αρχιτεκτόνων. Ήδη είχαν ανακαλυφθεί τα αυθεντικά ελληνικά μνημεία από αρχιτέκτονες περιηγητές που έφταναν στην τουρκοκρατούμενη Ελλάδα μετά το 1750 και αποτύπωναν με θαυμασμό τα κλασικά αριστουργήματα στην Αθήνα και αλλού. Ο κλασικισμός είναι το νέο κίνημα που διαδόθηκε στην Ευρώπη (νεοκλασικισμός). Ο κλασικισμός είναι απλός και συμβατός με το πνεύμα του Διαφωτισμού, που έχει κυριαρχήσει στο μεταξύ ως κοσμοθεωρία. Η διακοσμητική εκζήτηση υποχώρησε και οι αρχιτέκτονες άρχισαν να αναζητούν ορθολογικές βάσεις για το σχεδιασμό του χώρου.
Η Βιομηχανική Επανάσταση, που άλλαξε τον κόσμο μετά το 1800, έθεσε την αρχιτεκτονική μπροστά σε νέες προκλήσεις. Οι παλαιές πόλεις ήταν αδύνατον να ανταποκριθούν στις νέες ανάγκες στέγασης του πληθυσμού που συνέρεε μαζικά και επιβίωνε σε άθλιες συνθήκες γύρω από τα εργοστάσιά τους. Ο μεσαιωνικός ιστός ήταν ανεπαρκής για τις ανάγκες στέγασης και κυκλοφορίας. Έτσι, γεννήθηκε η πολεοδομία, στην οποία οι αρχιτέκτονες συνέβαλαν με λαμπρά σχέδια, μερικές φορές ουτοπικά, αλλά οπωσδήποτε πρωτοποριακά για έναν κόσμο που άλλαζε ραγδαία. Το κίνημα του ρομαντισμού, που είχε τεράστια απήχηση στους διανοουμένους, επηρέασε και την αρχιτεκτονική, δημιουργώντας αποκλίσεις από το αυστηρό κλασικιστικό πρότυπο. Η αναζήτηση της αυθεντικότητας στη φύση και στα επιτεύγματα του λαϊκού πολιτισμού επανέφερε στο προσκήνιο μορφές από το Μεσαίωνα και τις τοπικές παραδόσεις. Η αρχιτεκτονική στην Ευρώπη του 19ου αιώνα δείχνει περισσότερο απελευθερωμένη από ποτέ. Το πνεύμα πλουραλισμού επέτρεψε τη χρήση ποικίλων τύπων και μορφών, από την ελληνική ή ρωμαϊκή αρχαιότητα, το γοτθικό Μεσαίωνα ή τη λαϊκή αγροτική αρχιτεκτονική. Έτσι, όταν στα ευρωπαϊκά σαλόνια έφταναν οι ειδήσεις του πολέμου των Ελλήνων για την ανεξαρτησία τους, πολλοί ταλαντούχοι αρχιτέκτονες ήταν έτοιμοι να συμβάλουν με υπέροχες ιδέες για την ανοικοδόμηση της νέας πολιτείας που αναγεννιόταν από τις στάχτες του αρχαίου κόσμου.
Στο διάστημα από το 15ο αιώνα έως το 1820 η ακτινοβολία της ευρωπαϊκής αρχιτεκτονικής άφησε τα αποτυπώματά της και στο χώρο της ανατολικής Μεσογείου. Στα Επτάνησα, στην Κρήτη, στη Χίο και σε άλλα νησιά του Αιγαίου, ακόμη και στο Ναύπλιο, οι αναγεννησιακές μορφές είναι εύκολα διακριτές, αφού η βενετσιάνικη (ή γενουάτικη) κυριαρχία διατηρήθηκε εκεί επί πολύ. Για παράδειγμα, στο Ηράκλειο και στο Ρέθυμνο διακρίνονται οι λότζιες (δημόσια κτίρια της εποχής) και στα Επτάνησα πολλά αρχοντικά. Στην Κέρκυρα, μάλιστα, καταγράφονται όλες οι ευρωπαϊκές εξελίξεις. Ο ελληνικός χώρος την εποχή της Επανάστασης φαίνεται ότι ήταν επαρκώς προετοιμασμένος για να δεχτεί τα πλέον σύγχρονα επιτεύγματα της Δύσης.
Η αρχιτεκτονική της νέας Ελλάδας και η νεοκλασική Αθήνα
Ο αιματηρός αγώνας των Ελλήνων κατά του οθωμανικού καθεστώτος διαμόρφωσε οριστικά και το ιδεολογικό πλαίσιο για τη δημιουργία της αρχιτεκτονικής που θα ανοικοδομούσε την ερειπωμένη χώρα. Ο ευρωπαϊκός νεοκλασικισμός θεωρήθηκε αυτονόητη επιλογή στα δύσκολα εκείνα χρόνια. Τον υποστήριζαν οι προστάτιδες Δυνάμεις από την κραταιά Ευρώπη του Διαφωτισμού και οι σπουδαγμένοι στα πανεπιστήμιά της ομογενείς. Αντίθετα, οι λαϊκοί και παραδοσιακοί αρχιτεκτονικοί τρόποι έδειχναν απελπιστικά φτωχοί μπροστά στο αρχαίο κάλλος και, επιπλέον, θύμιζαν την απεχθή τουρκοκρατία. Ο εισαγόμενος κλασικισμός υπήρξε ιδεολογική επιλογή και λειτούργησε ως πολιτιστική γέφυρα προς την Ευρώπη από τη νεαρή χώρα, που αναζητούσε στηρίγματα επιβίωσης και πνευματική ταυτότητα. Η ανάπτυξη της νεοκλασικής αρχιτεκτονικής στην Ελλάδα κατά το 19ο αιώνα είναι αξιοθαύμαστη, από την άποψη ότι δεν υπήρχε τεχνογνωσία για την εφαρμογή της ούτε και προγενέστερες παραστάσεις στη συνείδηση του πληθυσμού. Παρ’ όλ’ αυτά, οι Έλληνες την αγκάλιασαν παραμερίζοντας την παράδοσή τους, επειδή ακριβώς παρέπεμπε στο αρχαίο λαμπρό παρελθόν. Φαίνεται περίεργο το γιατί ο νικηφόρος αγώνας των Ελλήνων δεν ακολουθήθηκε από την ανάπτυξη των πατροπαράδοτων τρόπων. Το φαινόμενο της απαξίωσης της παραδοσιακής αρχιτεκτονικής είναι εξαιρετικά σύνθετο και σχετίζεται με γενικότερες αντινομίες στους προσανατολισμούς του νέου Ελληνισμού. Μόνο μετά τις αρχές του 20ού αιώνα υψώθηκαν οι πρώτες φωνές αμφισβήτησης κατά του κλασικιστικού μονοπωλίου, όταν πλέον η αναζήτηση της ελληνικότητας απασχολούσε σοβαρά τη διανόηση του τόπου.
Μερικά δείγματα του κλασικισμού υπήρχαν μετά το 1800, κυρίως στα Επτάνησα. Εκεί είχε ήδη συνειδητοποιηθεί η ιδέα της εφαρμογής των αρχαιοελληνικών μέτρων και μορφών ως μόνη αρμόζουσα για το γένος των Ελλήνων. Τα νεοκλασικά της Κέρκυρας μαρτυρούν τη διάδοση του ρυθμού (η περίφημη αψιδωτή στοά στη Σπιανάδα, το ανάκτορο Μιχαήλ και Γεωργίου, η Ιονική Τράπεζα, το Ιονικό Βουλευτήριο και πολλές κατοικίες). Ο Καποδίστριας, γνώστης και φορέας αυτής της αντίληψης, ευνόησε την εφαρμογή του νεοκλασικισμού, στην πιο αυστηρή και λιτή μορφή του, στην Αίγινα και στο Ναύπλιο από το 1828. Όμως η ουσιαστική και επίσημη εφαρμογή του νεοκλασικισμού στη χώρα έγινε δυναμικά, πανηγυρικά και μαζικά, με την ίδρυση της νέας πρωτεύουσας. Η ανοικοδόμηση της Αθήνας θεωρήθηκε ως μια πραγματική επάνοδος των κλασικών ρυθμών στην κοιτίδα τους και χαιρετίστηκε από τους σημαντικότερους Ευρωπαίους αρχιτέκτονες, με σχέδια και σχόλια, ως μείζον γεγονός για την τέχνη τους. Η εντολή για το νέο σχέδιο της Αθήνας είχε δοθεί μάλλον από τον κυβερνήτη, όχι επειδή την προόριζε για πρωτεύουσα αλλά στα πλαίσια μιας γενικότερης στρατηγικής ανοικοδόμησης. Στο σύντομο διάστημα της καποδιστριακής διακυβέρνησης εκπονήθηκαν σχέδια από τον μηχανικό Σταμάτη Βούλγαρη και άλλους για πολλές ελληνικές πόλεις (Ναύπλιο, Άργος, Τρίπολη, Πάτρα, Ιτέα κ.ά.). Όλες σχεδιάστηκαν στο πνεύμα μιας ορθολογικής διαχείρισης του χώρου. Όμως το σχέδιο των Αθηνών είχε πολύ μεγαλύτερες προοπτικές. Το συνέταξαν οι νεαροί αρχιτέκτονες Σταμάτιος Κλεάνθης και Eduard Schaubert (Σάουμπερτ), μαθητές του μεγάλου Βερολινέζου αρχιτέκτονα K.Fr. Schinkel (Σίνκελ). Επιδίωξή τους ήταν η δημιουργία μιας νέας ευρωπαϊκής πόλης αντάξιας του μοναδικού παρελθόντος της, όπου τα μνημεία της λαμπρής ιστορίας θα αναδεικνύονταν σε ένα περιβάλλον σύγχρονο, ορθολογικό και μεγαλοπρεπές. Βασική ιδέα ήταν η ανάπτυξη της νέας πόλης βόρεια της Ακρόπολης ως συνέχεια της παλιάς, αλλά με αυστηρές γεωμετρικές χαράξεις ευθύγραμμων οδικών αξόνων. Μεγάλες πλατείες οργανώνονταν σε καίριες θέσεις και εκτεταμένοι χώροι παρέχονταν για οικοδόμηση κτιρίων σε συμμετρικές μνημειακές διατάξεις. Το σχέδιο είχε ακτινοειδή και συνάμα τριγωνική μορφή, ώστε να αγκαλιάζει την παλιά πόλη. Διαμορφώθηκε ένα κέντρο σύγκλισης των αξόνων, τοποθετημένο απέναντι από την Ακρόπολη, κατά τη διεύθυνση Βορρά-Νότου. Σε αυτήν ακριβώς τη θέση, για να διαλέγεται με τα κορυφαία μνημεία της αρχαιότητας, οι αρχιτέκτονες χωροθέτησαν το Παλάτι. Εκ των κεντρικών αξόνων που ξεκινούσαν από κει, ο ένας οδηγούσε στο κοίλο του Παναθηναϊκού Σταδίου και ο άλλος στον Πειραιά. Ένας ακόμη σημαντικός άξονας στην κατεύθυνση Ανατολής-Δύσης έτεμνε τους άλλους, διερχόμενος μέσα από την παλιά πόλη, και έτσι φτιαχνόταν ένα τρίγωνο. Μεγάλες πλατείες προβλέπονταν στις κορυφές του τριγώνου, όπως και στα μέσα των πλευρών του. Αυτή η αρχική διάταξη διακρίνεται με σαφήνεια σήμερα. Το κέντρο είναι η πλατεία Ομονοίας, απ’ όπου η οδός Αθηνάς οδηγεί στην Ακρόπολη, η οδός Πειραιώς στο λιμάνι, ενώ η Σταδίου ακολουθεί τη σχεδιασμένη χάραξη, αλλά δεν φτάνει στον αρχικό προορισμό της, το Στάδιο. Η οδός Ερμού είναι ο κάθετος άξονας που ενώνει την ανατολική με τη δυτική κορυφή του τριγώνου και οι πλατείες Κλαυθμώνος, Κουμουνδούρου και Μοναστηρακίου ανοίγονται στα μέσα των πλευρών του. Σημαντική έμφαση είχε δοθεί στο θέμα των αρχαιολογικών χώρων. Προτεινόταν για απαλλοτρίωση μια εκτεταμένη ζώνη γύρω από την Ακρόπολη ώστε να διενεργηθούν ανασκαφές και να δημιουργηθεί αρχαιολογικό πάρκο. Το σχέδιο ενεκρίθη από την Αντιβασιλεία το 1833, όταν η Αθήνα επιλέχθηκε ως πρωτεύουσα του κράτους. Η κρίσιμη απόφαση ελήφθη μετά από συζητήσεις και ανταγωνισμούς, καθώς πολλές πόλεις διεκδικούσαν το προνόμιο. Αναφέρεται ότι την επέβαλε με το κύρος του ο βασιλιάς Λουδοβίκος της Βαυαρίας, πατέρας του Όθωνα, ένθερμος κλασικιστής και φιλέλληνας. Όμως η Αθήνα έλαβε το χρίσμα μάλλον χωρίς ιδιαίτερη προσπάθεια, αν ληφθεί υπόψη το γεωπολιτικό πλαίσιο της εποχής. Τα λόγια του μέλους της Αντιβασιλείας L. Maurer (Μάουρερ) είναι αποκαλυπτικά: «Οι ελληνικές αρχαιότητες, πέρα από το γεγονός ότι προκαλούν μεγάλο ενδιαφέρον στους ιστορικούς και τους αρχαιολόγους, έχουν πριν απ’ όλα τεράστια πολιτική σημασία για το Βασίλειο τη Ελλάδος [αφού είναι] το σημείο επαφής της σημερινής Ελλάδας με τον ευρωπαϊκό πολιτισμό». Η Αθήνα ήταν ιδεολογική επιλογή με κριτήρια ζωτικής σημασίας για την επιβίωση του έθνους, στο πλαίσιο των διεθνών σχέσεων. Για τους ίδιους λόγους, ο κλασικισμός ήταν η συνεπέστερη αισθητική στάση στον τομέα της πολεοδομίας και της αρχιτεκτονικής. Η νέα Αθήνα σχεδιάστηκε ως μοντέρνα πόλη σύμφωνα με τα δεδομένα της εποχής της. Ήταν μια πραγματική αρχιτεκτονική πρόκληση όπως φαίνεται από τη δήλωση του L. v. Klenze (Κλένστε), αρχιτέκτονα του Λουδοβίκου της Βαυαρίας και προσωπικότητα της εποχής του: «...η Αθήνα είναι ευρωπαϊκή υπόθεση». Όμως τα οράματα Ευρωπαίων και Ελλήνων αρχιτεκτόνων σύντομα συγκρούστηκαν με την τραγική πραγματικότητα του μετεπαναστατικού χώρου. Το σχέδιο Κλεάνθη-Schaubert συνάντησε ανυπέρβλητα εμπόδια στην εφαρμογή του, καθώς απαιτούσε εκτεταμένες απαλλοτριώσεις και έξοδα δυσβάστακτα για το νεοσύστατο κράτος. Αφότου έγινε γνωστή η πιθανότητα ανακήρυξης της Αθήνας ως πρωτεύουσας, πολλοί που διέθεταν τη δυνατότητα έσπευσαν να αγοράσουν ακίνητα στην πόλη από τους Τούρκους, που έφυγαν οριστικά το 1833. Οι αξίες γης γρήγορα ανατιμήθηκαν και οι αντιδράσεις των θιγομένων κορυφώθηκαν όταν απαιτήθηκαν διανοίξεις οδών στην παλιά πόλη και δημόσιοι χώροι σύμφωνα με το σχέδιο. Για να ξεπεραστεί το αδιέξοδο, η κυβέρνηση κάλεσε τον L.v. Klenze να αναθεωρήσει το σχέδιο. Η τροποποίηση αυτή εγκαινίασε τη μακρά ιστορία διαπάλης ανάμεσα στις μελέτες και την απρογραμμάτιστη δυναμική εξέλιξη της πόλης, που τη χαρακτηρίζει μέχρι σήμερα. Σταδιακά, στις επόμενες δεκαετίες ακυρώθηκαν στην πράξη οι περισσότερες προβλέψεις του σχεδίου Κλεάνθη-Schaubert. Το Παλάτι τελικά χτίστηκε στην ανατολική γωνία του τριγώνου. Από τη μεγάλη μνημειακή πλατεία που θα το περιέβαλε απέμεινε σαν φτωχή ανάμνηση η σημερινή πλατεία Δημαρχείου. Η δυτική πλατεία δεν σχηματίστηκε ποτέ, ούτε και η φιλόδοξη αρχαιολογική ζώνη. Οι δρόμοι στένεψαν σημαντικά και πολλοί δεν διανοίχτηκαν καθόλου. Από το προβλεπόμενο πλέγμα δημοσίων κτιρίων σχεδόν τίποτε δεν υλοποιήθηκε.
Η πόλη ωστόσο αναπτύχθηκε γρήγορα ξεπερνώντας τις προσδοκίες. Πολλά τμήματά της χτίστηκαν ήδη από τις πρώτες δεκαετίες εκτός σχεδίου, με αυθαίρετο τρόπο, και σταδιακά νομιμοποιήθηκαν με μεταγενέστερες διοικητικές πράξεις. Η οριστική χωροθέτηση του Παλατιού στην ανατολή και η κατασκευή λίγο αργότερα του εργοστασίου γκαζιού στη δυτική άκρη της πόλης προκάλεσαν σημαντική διαφοροποίηση στις αξίες γης στις αντίστοιχες περιοχές, και τελικά καθόρισαν την ταξική διάρθρωση του χώρου. Όμως, παρά τα προβλήματα εφαρμογής των σχεδίων που ακολούθησαν το αρχικό, η πόλη διατήρησε ένα χαρακτήρα ήπιο και ανθρώπινο για καιρό ακόμη. Ο ορθολογισμός των πρώτων αρχιτεκτόνων και μηχανικών την εξόπλισε με υποδομές σε δρόμους και κτίρια που ήταν απαραίτητες για τις αστικές λειτουργίες και τις κοινωνικές δραστηριότητες. Σημαντικοί αρχιτέκτονες που έδρασαν το 19ο αιώνα στην Αθήνα χτίζοντας δημόσια κτίρια και κατοικίες προσέδωσαν έναν ιδιαίτερο νεοκλασικό χαρακτήρα, που κυριάρχησε και διαδόθηκε παντού στην ελεύθερη Ελλάδα τουλάχιστον μέχρι το 1912.
Αρχιτεκτονική στο νέο ελληνικό κράτος
Τα πρώτα δείγματα αρχιτεκτονικής στο νέο κράτος ήταν δημόσια κτίρια που δειλά επιχείρησαν να εισαγάγουν αξίες λειτουργικές και αισθητικές πέρα από την απλή στέγαση. Το μεγάλο συγκρότημα του Ορφανοτροφείου και το Εϋνάρδειο σχολείο, έργο των Κλεάνθη και Schaubert, χτισμένα και τα δύο επί Καποδίστρια την Αίγινα, ήταν έργα απλά, αλλά με σαφείς κλασικιστικές νύξεις. Νέα κτίρια και πολλές ανακαινίσεις στο Ναύπλιο έγιναν στο ίδιο πνεύμα ενός συγκρατημένου και αυστηρού κλασικισμού. Με διάταγμα του κυβερνήτη καθαιρέθηκαν τα σαχνισιά από παλαιές οικοδομές και επιβλήθηκε η νέα μορφολογία. Χαρακτηριστικά παραδείγματα του Ναυπλίου είναι η οικία Άρμανσμπεργκ, η Σχολή Ευελπίδων και το Τελωνείο. Η Αθήνα ως πρωτεύουσα ήταν ιδανικό πεδίο για ανάπτυξη νέας αρχιτεκτονικής, αφού, όταν απελευθερώθηκε το 1833, ήταν εντελώς κατεστραμμένη από τον πόλεμο. Την πρόχειρη, στην αρχή, ανοικοδόμηση ακολούθησαν μερικές οικίες πλουσίων ομογενών σχεδιασμένες από αρχιτέκτονες. Ήδη οι Κλεάνθης και Schaubert είχαν αγοράσει μια κατοικία στη βόρεια πλαγιά του βράχου της Ακρόπολης και τη μετασκεύασαν με χαρακτηριστικό τρόπο για το αρχιτεκτονικό τους ύφος (το μεταγενέστερο Παλαιό Πανεπιστήμιο της οδού Θόλου). Ο σημαντικός Δανός αρχιτέκτονας Chr. Hansen (Χριστιανός Χάνσεν) έχτισε για τον πρίγκιπα Γ. Καντακουζηνό οικία στα δυτικά της πόλης (που θα γίνει το κατοπινό Μεταξουργείο). Σε σχέδια του ιδίου χτίστηκαν περί το 1836 το Παλαιό Κακουργοδικείο στου Ψυρρή και το Νομισματοκοπείο στην πλατεία Κλαυθμώνος· επίσης, το Βασιλικό Τυπογραφείο, έργο του J. Hoffer του 1835 (διατηρείται ακόμη στην οδό Σταδίου), και μερικά ακόμη έργα του Κλεάνθη και άλλων τον ίδιο καιρό είναι όλα χτισμένα σε λιτό κλασικιστικό ύφος. Ταυτόχρονα, χτίστηκαν το Πολιτικό Νοσοκομείο από τον F. Stauffert (το σημερινό Πνευματικό Κέντρο του Δήμου) και από τον W.v. Weiler (Βάϊλερο Στρατιωτικό Νοσοκομείο (σήμερα Κέντρο Μελετών Ακροπόλεως), που είναι και το μοναδικό μη νεοκλασικό κτίριο της περιόδου. Όμως το μείζον αρχιτεκτόνημα της εποχής που καθόρισε τις εξελίξεις στο χώρο ήταν το Παλάτι. Η μελέτη της βασιλικής κατοικίας έλαβε διαστάσεις σημαντικού κρατικού θέματος και συγκέντρωσε το ενδιαφέρον κορυφαίων αρχιτεκτόνων. Ο K.F. Schinkel από το Βερολίνο, μείζων αρχιτέκτονας του νεοκλασικισμού, συνέλαβε ένα μεγαλειώδες σχέδιο για την ανέγερση των ανακτόρων πάνω στην ίδια την Ακρόπολη. Το νέο συγκρότημα εντασσόταν με προσοχή ανάμεσα στα αρχαία μνημεία ως να επρόκειτο για ενιαίο σύνολο. Ήταν μια στιγμή απογείωσης του κλασικισμού, μια αναζήτηση της ιδανικής σύνθεσης, όπου το εμβληματικό κτίριο της νέας Ελλάδας συνυφαινόταν με το ιερό απαύγασμα του αρχαίου ελληνικού κόσμου. Το σχέδιο επαινέθηκε, αλλά απορρίφθηκε για την τόλμη του. Ο L. v. Klenze έδωσε τη δική του απάντηση προτείνοντας, στην αναθεώρηση του σχεδίου της πόλης που είχε ήδη εκπονήσει, ως καταλληλότερη θέση το λόφο των Νυμφών πάνω από τον Κεραμικό. Το δικό του σχέδιο για την κατοικία του άνακτος προέβλεπε ένα συμμετρικό συγκρότημα με αυλές και στοές και στιβαρή κλασικιστική μορφολογία. Ήταν λιγότερο ποιητικό αλλά περισσότερο λειτουργικό από εκείνο του Schinkel. Απορρίφθηκε και αυτό, όπως και μια ακόμη μελέτη από τον L. Lange, για να επιλεγεί τελικά, υπό την επιρροή του Λουδοβίκου της Βαυαρίας, η οριστική θέση στην ανατολική κορυφή του τριγώνου της πόλης, στη σημερινή πλατεία Συντάγματος. Αρχιτέκτονας του μεγάλου έργου ορίστηκε ο σύμβουλος του Λουδοβίκου F. v. Gaertner (Γκέρτνερ). Το σχέδιό του είναι λιτό και συγκρατημένο. Τριώροφο, περίκλειστο και σχεδόν τετράγωνο σε κάτοψη, περιλαμβάνει δύο μεγάλες αυλές και μια κεντρική πτέρυγα ανάμεσά τους, που θα φιλοξενούσε την αίθουσα του θρόνου. Δωρικά προστώα στολίζουν τις τρεις πλευρές και μια μεγάλη στοά τη μεσημβρινή (που βλέπει προς τον Εθνικό Κήπο). Το Παλάτι χτίστηκε στην περίοδο 1836-42 και αποτέλεσε υπόδειγμα και σχολείο για πολλούς μηχανικούς, αρχιτέκτονες και τεχνίτες. Παρά τις σημαντικές μετατροπές που υπέστη στο εσωτερικό του κατά το Μεσοπόλεμο, όταν υποδέχθηκε το Κοινοβούλιο της χώρας, διατηρεί την αρχική του εμφάνιση και εξακολουθεί με την κλασική λιτότητά του να συμβολίζει κορυφαίους εθνικούς θεσμούς.
Το σημαντικότερο έργο που ακολούθησε ήταν το κτίριο του Πανεπιστημίου, για το οποίο διατέθηκε έκταση βορειοδυτικά του Παλατιού. Το σχέδιο του Chr. Hansen που εφαρμόστηκε χάρισε στην ταλαιπωρημένη Αθήνα ένα κτίριο μοναδικής ποιότητας. Το Πανεπιστήμιο άρχισε να χτίζεται το 1839 και, όταν ολοκληρώθηκε το 1864, αποτελούσε ίσως το αυθεντικότερο νεοκλασικό κτίριο στην Ελλάδα, πρότυπο για χώρους πνευματικής καλλιέργειας και για κάθε δημόσιο κτήριο. Σχεδιάστηκε ως κέντρο μιας μνημειακής σύνθεσης, όπου μαζί με τα μεταγενέστερα κτίρια της Ακαδημίας και της Βιβλιοθήκης συνιστούν ένα σύνολο δημόσιας αρχιτεκτονικής που αντιπροσωπεύει το νεοκλασικό πολεοδομικό σχεδιασμό της Αθήνας. Ο Chr. Hansen σχεδίασε επίσης και το μοναδικό κτίριο νεοβυζαντινής μορφολογίας της εποχής (1847), το Οφθαλμιατρείο, στη οδό Πανεπιστημίου. Την ίδια περίοδο (1846) εμφανίστηκε στο προσκήνιο ο νεαρός Έλληνας αρχιτέκτονας Λύσανδρος Καυταντζόγλου (1811-1885), με τη μελέτη του για το ναό της Αγίας Ειρήνης στην οδό Αιόλου, και τον ίδιο χρόνο κέρδισε από τον Κλεάνθη την ανάθεση του Αρσακείου (στην οδό Πανεπιστημίου). Η αντιπαράθεση μεταξύ των δύο σημαντικότερων Ελλήνων αρχιτεκτόνων της εποχής αναπτύχθηκε γύρω από θέματα μορφολογίας. Ο Καυταντζόγλου ήταν υποστηρικτής ενός ανένδοτου κλασικισμού με εμμονή στις αρχαίες μορφές, ενώ ο Κλεάνθης εκπροσωπούσε το ρομαντικό ρεύμα που από καιρό κυριαρχούσε στην Ευρώπη. Ο Κλεάνθης (1802-1862), εκτός από το σχέδιο της πόλης, δεν πέτυχε άλλες σημαντικές αναθέσεις από το κράτος, αφού περιθωριοποιήθηκε από το περιβάλλον του Όθωνα. Αξιοποίησε όμως την ευαίσθητη προσέγγισή του στο ελληνικό τοπίο σε ιδιωτικά έργα. Σχεδίαζε πάντα με δημιουργικό τρόπο, όπως στην οικία Ράλλη, που χτίστηκε πριν από το 1840 στην πλατεία Κλαυθμώνος σε ελεύθερο νεοκλασικό στιλ (κατεδαφισμένη σήμερα). Τη ρομαντική τάση του για αποδέσμευση από τους αυστηρούς κλασικιστικούς κανόνες εκφράζουν τα έργα που έχτισε μετά το 1840 για τη Δούκισσα της Πλακεντίας: το σπίτι της στην Αθήνα (σημερινό Βυζαντινό Μουσείο), την έπαυλη «Ροδοδάφνη» στην Πεντέλη και άλλα. Στην πόλη δραστηριοποιήθηκε μετά το 1838 ο μικρός αδερφός του Chr. Hansen, ο Theophil. Έδειξε το ταλέντο του στο μικρό κτίριο του Αστεροσκοπείου Αθηνών (1842) στο λόφο των Νυμφών, το οποίο εντυπωσιάζει με την κομψότητά του. Τον ίδιο χρόνο, με το έργο του στο αρχοντικό Δημητρίου στην πλατεία Συντάγματος επηρέασε σημαντικά την αστική αρχιτεκτονική της πόλης (το σημερινό ξενοδοχείο Μ. Βρετανία, που βρίσκεται στη θέση εκείνου του αρχοντικού, θυμίζει λίγο το αρχικό κτίριο). Η συνταγματική αλλαγή του 1843 απομάκρυνε τους περισσότερους ξένους από τις επίκαιρες θέσεις στην ανοικοδόμηση της χώρας, όμως ο Theophil Hansen παρέμεινε και πρόσφερε σημαντικά έργα. Το 1858 σχεδίασε την Ακαδημία και μετά τη Βιβλιοθήκη, ως συνοδευτικά κτίρια του Πανεπιστημίου. Το κτίριο της Ακαδημίας, εντυπωσιακό ακόμη και σήμερα, περατώθηκε μόλις το 1885, ενώ η οικοδόμηση της Εθνικής Βιβλιοθήκης διήρκεσε από το 1887 έως το 1902, υπό την επίβλεψη του νέου πρωταγωνιστή της νεοελληνικής αρχιτεκτονικής Ernst Ziller (Τσίλερ), που υπήρξε μαθητής και συνεργάτης του Th. Hansen. Κατά την οθωνική περίοδο εκπονήθηκαν οι μελέτες πολλών σημαντικών κτιρίων ή και άρχισαν να χτίζονται πολλά από αυτά, τα οποία έδωσαν στην πόλη τη δημόσια εικόνα της, όπως το Εθνικό Μετσόβειο Πολυτεχνείο από τον Λ. Καυταντζόγλου, το Ζάππειο από τον Boulanger, το Βαρβάκειο από τον Π. Κάλκο, ο Άγιος Διονύσιος των καθολικών σε αρχικά σχέδια του L. v. Klenze, το Αρχαιολογικό Μουσείο αρχικά από τον L. Lange, και άλλα. Οι δρόμοι σταδιακά πύκνωσαν από τα κτίρια που διαμόρφωσαν το αστικό τοπίο της νεοκλασικής Αθήνας. Ιδιαίτερο ενδιαφέρον έχει η οικοδόμηση εξοχικών, καθώς εκεί οι αρχιτέκτονες αφήνονταν στο ρομαντικό πνεύμα της εποχής και δημιουργούσαν κομψά κτίρια εκτός νεοκλασικού συρμού, όπως το «παλατάκι» της Αμαλίας στους Αγίους Αναργύρους, έργο του Boulanger.
Είναι φανερό ότι, ενώ πολλοί σημαντικοί αρχιτέκτονες είχαν την ικανότητα να δημιουργήσουν επιτυχώς πέραν του αυστηρού κλασικισμού, οι ιδεολογικές δεσμεύσεις τούς απέτρεπαν. Χαρακτηριστικό είναι το πρόβλημα σχεδιασμού της Μητρόπολης όσο και των υπολοίπων νέων ναών. Ενώ ο νεοβυζαντινός ρυθμός ήταν αποδεκτός για ένα χρηστικό κτίριο όπως το Οφθαλμιατρείο, παραδόξως δεν ευδοκίμησε στο μητροπολιτικό ναό, για τον οποίο επιλέχθηκε μια μάλλον εκλεκτικιστική λύση. Το αρχικό σχέδιο του Theophil Hansen πέρασε πολλές τροποποιήσεις και αρκετοί ασχολήθηκαν με το έργο, αλλά το αποτέλεσμα (1860) μοιάζει αισθητικά μετέωρο. Στις εκκλησίες του Καυταντζόγλου (Αγία Ειρήνη, Άγιος Γεώργιος Καρύτσης, Άγιος Κωνσταντίνος) επιχειρείται μια κλασικιστική απάντηση στο θέμα, όμως το πρόβλημα της σχέσης με την πλούσια βυζαντινή παράδοση θα επανέρχεται στο εξής διαρκώς όταν πρόκειται για ναούς.
Η οθωνική περίοδος ήταν η κρισιμότερη για τη διαμόρφωση της πορείας της αρχιτεκτονικής στη νεότερη Ελλάδα, καθώς τότε άρχισε να διαμορφώνεται μια στοιχειώδης αστική παράδοση, έστω και κατά παράδοξο τρόπο, επί εισαγόμενων προτύπων και υπό ισχυρή κρατική κηδεμονία. Συχνά, οι στόχοι ήταν υπερβολικά υψηλοί για το πολιτικά και οικονομικά ασθενές σύστημα και οι αποτυχίες όχι σπάνιες. Όμως μέσα σε τρεις δεκαετίες η χώρα προσέλκυσε το διεθνές ενδιαφέρον και ανοικοδομήθηκε από τις στάχτες της σε μια πόλη που στο εξής θα επιμένει να διεκδικεί τη θέση της μεταξύ των ευρωπαϊκών πρωτευουσών. Καθώς σταδιακά το ελλαδικό κράτος θα μεγεθύνεται, οι προκαταλήψεις θα υποχωρούν και γνησιότερα ερωτήματα θα απασχολούν τους διανοουμένους. Ο χαρακτήρας του νέου ελληνισμού θα επανεξεταστεί με σοβαρότερο τρόπο την επόμενη περίοδο, με συνέπειες και στις εξελίξεις της αρχιτεκτονικής.
Στο μεταξύ, τα επιτεύγματα των Αθηνών σύντομα διαχύθηκαν στην υπόλοιπη χώρα και συναντήθηκαν με την παράδοση, όπως και με τον εκτός ελλαδικού κράτους ελληνισμό.
Είναι προφανής η σημασία της ίδρυσης, ήδη από το 1836 και συστηματικά από το 1847, σχολής για τεχνίτες και μηχανικούς. Το «Σχολείον των τεχνών» ήταν ο πρόδρομος του Πολυτεχνείου και λειτούργησε από το 1847 έως το 1862 με διευθυντή τον Λ. Καυταντζόγλου και πολλούς σημαντικούς δασκάλους. Οι απόφοιτοί του εκπαιδεύονταν για να ανοικοδομήσουν τη χώρα και οι καλύτεροι αποστέλλονταν με υποτροφία σε σχολές της Ευρώπης, κυρίως στο Μόναχο. Πολλοί από αυτούς έδρασαν στην επαρχία μεταδίδοντας τις αξίες του κλασικισμού με το κύρος της αθηναϊκής μαθητείας.
Η εκστρατεία του Καποδίστρια για την ανοικοδόμηση των πόλεων συνεχίστηκε σε όλη τη διάρκεια της οθωνικής περιόδου και ενισχύθηκε από τη σταθερή οικονομική ανάπτυξη που προσέφερε το εξαγωγικό εμπόριο κυρίως αγροτικών προϊόντων. Νέα σχέδια επέκτασης εφαρμόστηκαν σε λιμάνια όπως το Ναύπλιο, η Πάτρα, το Αίγιο, η Καλαμάτα, το Λαύριο, το Γαλαξίδι, η Ιτέα, το Μεσολόγγι. Στη Σύρο, η Ερμούπολη αναδείχθηκε σε μια ιδιαίτερη περίπτωση νεοκλασικού σχεδιασμού. Ο Πειραιάς σύντομα απέκτησε τη θέση που του επιφύλασσε η γειτνίαση με την πρωτεύουσα και οικοδομήθηκε εκ του μηδενός με σχέδιο των Κλεάνθη και Schaubert. Παράλληλα, η ανάπτυξη επεκτάθηκε και στην ενδοχώρα όπου αρκετές πόλεις ανοικοδομήθηκαν (Άργος, Τρίπολη, Πύργος, Λιδωρίκι, Άμφισσα, Σπάρτη, Ερέτρια, Θήβα κ.ά.). Παντού τα νέα κτίρια είχαν μια δειλή και συγκρατημένη κλασικιστική μορφολογία. Στις πιο πλούσιες περιπτώσεις επιχειρήθηκε η εφαρμογή στοιχείων όπως οι τοξοστοιχίες στα ισόγεια, οι παραστάδες στις όψεις, τα πλαίσια στα παράθυρα και τα κυμάτια στα γείσα. Στις περισσότερες από τις επαρχιακές πόλεις έδρασαν αρχικά Βαυαροί μηχανικοί του στρατού, ενώ σε ορισμένες περιπτώσεις (Πειραιάς, Ερμούπολη, Πάτρα, Πύργος κ.ά.) αναφέρονται ονόματα γνωστών αρχιτεκτόνων της Αθήνας.
Ο νεοκλασικισμός στην ελεύθερη Ελλάδα, αν και εισαγόμενος, ανέπτυξε ιδιαίτερα χαρακτηριστικά, που κάνουν διακριτή την παρουσία του στο ευρωπαϊκό στερέωμα. Η απουσία προγενέστερης νεοκλασικής παράδοσης επέβαλε ένα περιορισμένο φάσμα μορφών και τύπων, γεννημένο από τα πρότυπα που εφάρμοσαν οι νεοφερμένοι αρχιτέκτονες. Τον πλουραλισμό που παρατηρείται στην Ευρώπη απέτρεψαν η ισχυρή παρουσία των αρχαίων μνημείων, που λειτουργούσαν ως έργα αναφοράς, και το περιεχόμενο που έπρεπε να έχει η αρχιτεκτονική ως φορέας εθνικών ιδεωδών. Με αυτή τη συγκρατημένη μορφή του ο ελληνικός κλασικισμός διαδόθηκε στο σύνολο της κοινωνίας μεταμορφώνοντας σταδιακά το χτισμένο χώρο. Η λεγόμενη λαϊκή αρχιτεκτονική ενσωμάτωσε ορισμένα εξωτερικά στοιχεία, όμως η δομή των οικιών άργησε πολύ να αλλάξει, καθώς ήταν εξαρτημένη από παράγοντες οικονομικούς και κοινωνικούς, πολύ κρισιμότερους από τις επικρατούσες αισθητικές αξίες. Έτσι, παρατηρούνται όψεις διαμορφωμένες με κλασικιστικά στοιχεία σε κατοικίες με εσωτερική αυλή και χαγιάτια απαράλλακτα από την τουρκοκρατία. Το φαινόμενο καταγράφεται με χαρακτηριστικό τρόπο στην Αθήνα, όπου πολλά σπίτια οικοδομήθηκαν με τον παλιό παραδοσιακό τρόπο, αρθρωμένα γύρω από την περίκλειστη αυλή, αλλά με νεοκλασική όψη στο δρόμο.
Από τον κλασικισμό στη μοντέρνα εποχή
Η περίοδος μετά τον Όθωνα σφραγίζεται από την παρουσία των αδελφών Hansen με έργα ωριμότητας για τον αθηναϊκό κλασικισμό. Ολοκληρώθηκε η Ακαδημία, που εντυπωσίασε με την εκλέπτυνση και την ποιότητα των λύσεων που δόθηκαν σε όλες τις λεπτομέρειες, και ακολούθησε το Ζάππειο, που ξεκίνησε το 1874 από τον Boulanger και ολοκληρώθηκε από τον Th. Hansen. Το Πολυτεχνείο του Λ. Καυταντζόγλου τελείωσε το 1874, ενώ το παρακείμενο Αρχαιολογικό Μουσείο αρκετά αργότερα, αφού δέχτηκε τις υπηρεσίες διαδοχικά των L. Lange, Π. Κάλκου και E. Ziller. Η αρχιτεκτονική των κατοικιών επίσης ωριμάζει αυτή την περίοδο, με το σχηματισμό του τυπικού αστικού νεοκλασικού σπιτιού. Οι αυλές και οι υπαίθριοι χώροι συρρικνώνονται και σχηματίζονται διαμερίσματα με ανεξάρτητες συνήθως εισόδους. Είναι κτίρια διώροφα ή τριώροφα, συνήθως με συμμετρική οργάνωση των όψεων και πλούσιο διάκοσμο. Από αυτή την περίοδο προέρχονται τα χαρακτηριστικά αθηναϊκά μαρμάρινα φουρούσια των μπαλκονιών, τα χυτευτά κιγκλιδώματα με τις περίτεχνες παραστάσεις, τα ακροκέραμα των στεγών και τα πύλινα επίκρανα των παραστάδων. Τα εσωτερικά διακοσμούνταν με επιμέλεια, όπως φαίνεται στα εξαιρετικής τέχνης ζωγραφισμένα ταβάνια. Τέτοια σπίτια σώζονται ακόμη σε γειτονιές του κέντρου της πόλης. Μερικά έχουν χτιστεί από επώνυμους αρχιτέκτονες της εποχής, όπως το τριώροφο της οδού Δεληγιώργη και Αγησιλάου, έργο του Π. Κάλκου του 1870. Διακεκριμένες κατοικίες και μέγαρα ανεγέρθηκαν σε προνομιούχα οικόπεδα της πόλης, πολλές από τις οποίες είναι σήμερα κατεδαφισμένες. Μια καλή εικόνα αυτής της αρχιτεκτονικής δίνει η περιοχή βόρεια των Ανακτόρων, όπου σώζονται το μέγαρο Συγγρού (υπουργείο Εξωτερικών) του E. Ziller, η έπαυλη Κ. Μέρλιν (Γαλλική Πρεσβεία) και το μέγαρο Χαροκόπου (Μουσείο Μπενάκη) του Αναστασίου Μεταξά, και τα μέγαρα Ψύχα (Ιταλική Πρεσβεία) και Σταθάτου του E. Ziller. Ο νεοκλασικισμός αυτής της εποχής, αν και διατηρεί την αναφορά του στα αρχαιοελληνικά πρότυπα, γίνεται περισσότερο τολμηρός. Τα διακοσμητικά στοιχεία είναι πλουσιότερα, προβάλλουν γενναία στις όψεις και συνδυάζονται σε τολμηρότερες συνθέσεις.
Μετά το 1874 δεσπόζει στην ελληνική αρχιτεκτονική σκηνή η μορφή του E. Ziller (Τσίλερ, 1837-1923), που από το 1860 ζούσε και εργαζόταν στην Ελλάδα κοντά στον Th. Hansen. Είχε μελετήσει συστηματικά τα αρχαία μνημεία και κατείχε πλήρως το «λεξιλόγιο» των μορφών τους. Ως άριστος χειριστής των ρυθμών, συμβάδισε με τις εξελίξεις στην Ευρώπη, έφτασε στα όρια του εκλεκτικισμού, αλλά δεν τα πέρασε μένοντας συνεπής με την αθηναϊκή κλασικιστική παράδοση. Πρώιμο έργο του είναι το Θέατρο της Πάτρας, όπου διακρίνεται η σχεδιαστική τακτική του με τις κομψές ιωνικές τοξοστοιχίες. Πρώτο σημαντικό κτίριό του είναι το επιβλητικό Μέγαρο Μελά στην πλατεία Δημαρχείου και αδιαμφισβήτητο αριστούργημά του η οικία του Ερρίκου Σλίμαν στην οδό Πανεπιστημίου (Νομισματικό Μουσείο). Κυριότερα δημόσια έργα του στην Αθήνα είναι το εξαιρετικό Δημοτικό Θέατρο επί της πλατείας Δημαρχείου, το οποίο κατεδαφίστηκε άδικα το 1939, και το Εθνικό Θέατρο της οδού Αγίου Κωνσταντίνου, όπου πλέον η προσφυγή σε ρωμαϊκά πρότυπα (όπως οι κορινθιακοί κίονες της πρόσοψης) τον εκτρέπει από τον αυστηρό κλασικισμό. Ο Ziller ήταν παραγωγικότατος με πολλά έργα στην Αθήνα και σε όλη τη χώρα (π.χ. Δημοτική Αγορά Αιγίου, Δημαρχείο Σύρου κ.ά.). Έζησε στην Ελλάδα ως το τέλος του και σφράγισε με την αρχιτεκτονική του το αστικό της περιβάλλον, ακολουθούμενος από πολλούς μιμητές. Εξαντλώντας τα εκφραστικά μέσα του κλασικισμού, πέρασε σε ιδιότυπες μορφολογικές αναζητήσεις, αλλά μόνο σε έργα ειδικού χαρακτήρα, όπως στις εκκλησίες του (Άγιος Λουκάς οδού Πατησίων, Αγία Τριάδα οδού Πειραιώς, Άγιος Αθανάσιος Πύργου κ.ά.), που είναι πλούσιες συνθέσεις βυζαντινών, ρομανικών και κλασικών στοιχείων.
ΟΙ μορφολογικές εκζητήσεις της αρχιτεκτονικής γύρω στο 1900 έτειναν να απομακρυνθούν από τα κλασικά πρότυπα. Στην Ευρώπη ο κλασικισμός είχε δύσει ήδη πριν από 50 χρόνια, καθώς το ρομαντικό κίνημα είχε αμφισβητήσει την ορθολογική αυστηρότητα του Διαφωτισμού, ευνοώντας τις αναζητήσεις προς την υποτιθέμενη αυθεντικότητα της φύσης ή των λαϊκών παραδόσεων. Η απελευθέρωση των μορφών οδήγησε στον εκλεκτικισμό. Κυρίαρχη μορφολογία δεν υπήρχε, αλλά κάθε φορά δίνονταν λύσεις απεικόνισης κάποιου νοήματος, οι οποίες επιλέγονταν από τον αρχιτέκτονα με κριτήρια εσωτερικά, όπως η ποιητική διάθεση του ιδίου, ή εξωτερικά, όπως η χρήση που θα στέγαζε το κτίριο. Η ισχυροποιημένη αστική τάξη υποδέχτηκε θετικά αυτή την απελευθέρωση, καθώς η μορφολογική εκζήτηση των κτιριακών όψεων ευνοούσε την επίδειξη πλούτου και δύναμης, όπως ακριβώς είχε συμβεί παλαιότερα με το μπαρόκ. Στην Ελλάδα έφτανε ο απόηχος αυτών των αλλαγών, όμως δεν αρκούσε για να εκτοπίσει τον τοπικό συντηρητισμό. Ο κλασικισμός θα άντεχε για πολύ ακόμη, όσο αντλούσε αξίες από τα αρχαία πρότυπα, στα οποία η ελληνική κοινωνία εξακολουθούσε να διατηρεί τις πολιτισμικές αναφορές της. Ο σημαντικότερος Έλληνας αρχιτέκτονας της περιόδου είναι ο Αναστάσιος Μεταξάς, που έδρασε και στον 20ό αιώνα χτίζοντας έργα κύρους. Μαζί με τον Αλέξανδρο Νικολούδη, που εκπροσωπούσε την τάση του γαλλικού εκλεκτικισμού, ήταν οι μεγάλοι δάσκαλοι της λεγόμενης ακαδημαϊκής σχολής, που με τις πληθωρικές και μερικές φορές στομφώδεις κτιριακές όψεις είχε χαρακτηρίσει την αρχιτεκτονική του 19ου αιώνα. Ο ιδιότυπος ελληνικός εκλεκτικισμός με τις ποικίλες παραλλαγές του συνεχίζει την παρουσία του έως και το Μεσοπόλεμο, σε σημαντικά κτίρια του κέντρου της Αθήνας, όμως χωρίς την τόλμη και τον μορφολογικό πλουραλισμό των ευρωπαϊκών προτύπων του. Σταδιακά, ιδίως μετά το 1920, έτεινε προς μια απλοποίηση, ώστε να χαρακτηρίζεται ως μοντέρνος κλασικισμός, ή δέχτηκε στοιχεία art dico. Αντιπροσωπευτικά έργα αυτού του συντηρητικού ιδιώματος είναι το κτίριο του Γενικού Λογιστηρίου στην Πανεπιστημίου και Κοραή (Ε. Λαζαρίδηςμ 1928), το Μέγαρο Εφεσσίου στη Σταδίου (Β. Τσαγρής, 1928), το λειτουργικά και κατασκευαστικά πρωτοποριακό για την εποχή του κτίριο του Μετοχικού Ταμείου Στρατού στην οδό Σταδίου και Βουκουρεστίου (Κασσάνδρας και Μπόνης, 1927) και το υπόδειγμα του μοντέρνου κλασικισμού, το Μνημείο του Άγνωστου Στρατιώτη (Ε. Λαζαρίδης, 1929). Αυτές οι τάσεις είναι πρόδηλες και σε αρκετές πολυτελείς πολυκατοικίες του κέντρου. Η παρακμή του κλασικισμού στην πρωτεύουσα δεν εμπόδισε την εμφάνιση μιμητών του σε όλες τις πόλεις της τότε επικράτειας, με οδηγό τα δημόσια κτίρια και τις πλουσιότερες κατοικίες. Ιδιαίτερο ενδιαφέρον έχει η οικοδόμηση των σχολείων, που έγινε με πρόγραμμα σε όλη τη χώρα. Σε αυτά τα απλά κτίρια εφαρμόστηκε μια καθαρή, αν και παρωχημένη νεοκλασική μορφολογία, που θυμίζει το κτίριο του Πανεπιστημίου Αθηνών του Th. Hansen.
Στα τέλη του 19ου αιώνα η ακαδημαϊκή αρχιτεκτονική της ελλαδικής πρωτεύουσας είχε συναντηθεί με τις αντίστοιχες τάσεις στη ευρύτερη περιοχή της ανατολικής Μεσογείου. Οι αστικοποιημένες ελληνικές κοινότητες της φθίνουσας Οθωμανικής Αυτοκρατορίας αποδέχτηκαν από νωρίς τα ευρωπαϊκά ρεύματα και εκφράστηκαν στο χώρο με τρόπο ελεύθερο και εκλεκτικό. Η κοσμοπολίτικη Κωνσταντινούπολη είχε υποδεχτεί με δημιουργική άνεση τις κλασικιστικές και νεομπαρόκ τάσεις της Δύσης, στα εντυπωσιακά σε μέγεθος και μορφολογία νέα κτίρια της, και με τη σειρά της επηρέασε την αρχιτεκτονική σε πόλεις της βόρειας Ελλάδας και της Μικράς Ασίας. Τα μεγάλα αστικά κέντρα της Σμύρνης και της Θεσσαλονίκης επίσης υποδέχτηκαν θετικά τις δυτικές επιρροές. Ο ζωηρός εκλεκτικισμός και πρωτοποριακά κινήματα όπως το art nouveau άφησαν χαρακτηριστικά δείγματα στην Θεσσαλονίκη, η οποία στις αρχές του 20ού αιώνα ήταν μια πολυπολιτισμική βαλκανική πρωτεύουσα. Η πυρκαγιά και ο ανασχεδιασμός της πόλης το 1917 έδωσαν την ευκαιρία για νέους προβληματισμούς και ριζικές λύσεις. Οι μελετητές της ανοικοδόμησης (E. Hebrard και άλλοι) αναζήτησαν τη σχέση με την ιστορία και τα μνημεία της πόλης και εφάρμοσαν μια βυζαντινίζουσα μορφολογία στα νέα κτίρια.
Η συμμετοχή της Ελλάδας στα συνταρακτικά γεγονότα που άλλαξαν τον κόσμο μετά το 1912 δημιούργησε νέο πλαίσιο για τη νεοελληνική αρχιτεκτονική, η οποία στον 20ό αιώνα θα ακολουθήσει καινούργιους δρόμους.
Νέα ρεύματα στο Μεσοπόλεμο - Παράδοση και μοντερνισμός
Στη ευρωπαϊκή αρχιτεκτονική από τα τέλη του 19ου αιώνα γεννήθηκαν ριζοσπαστικά κινήματα, που συγκρούστηκαν με το μορφοκρατικό ακαδημαϊσμό. Στην Ευρώπη είχε εκδηλωθεί μια γενική αντίδραση στις άνευ προηγουμένου κοινωνικές και πολιτισμικές αλλαγές της βιομηχανικής εποχής. Νέες τεχνολογίες στην κατασκευή (χαλύβδινοι σκελετοί, μπετόν αρμέ, γυαλί) και νέα κινήματα στην τέχνη (κυβισμός, κονστρουκτιβισμός, φουτουρισμός κ.ά.) συνεισέφεραν γόνιμα σε εκείνη τη μεταβατική περίοδο. Για ένα διάστημα το art nouveau (αρτ νουβό) διαδόθηκε με διάφορες παραλλαγές στον ευρωπαϊκό χώρο, φέρνοντας έναν αέρα ανανέωσης με τις ελεύθερες διακοσμητικές αναζητήσεις του. Η εποχή όμως ήταν ριζικά ανατρεπτική σε όλους τους τομείς του κοινωνικού και πολιτιστικού βίου. Ανάμεσα σε αιματηρούς πολέμους και επαναστάσεις, η αρχιτεκτονική σκηνή ανανεώθηκε με τη δυναμική εμφάνιση του λεγόμενου μοντέρνου κινήματος. Ο μοντερνισμός είναι ένα γενικότερο φαινόμενο στο δυτικό πολιτισμό, το οποίο απορρέει από το Διαφωτισμό και σχετίζεται με την ιδέα του «αυτόνομου ανθρώπου», που με τη δύναμη του πνεύματος και της τεχνικής αναμορφώνει τον κόσμο και την κοινωνία αποδεσμευόμενος από καταναγκασμούς του παρελθόντος. Ο μοντερνισμός στην αρχιτεκτονική ήταν πραγματική επανάσταση, αφού μετέφερε το επίκεντρο του προβληματισμού από τη μορφοπλασία των όψεων στην κοινωνική λειτουργικότητα της αρχιτεκτονικής. Οι διακοσμήσεις θεωρήθηκαν από τους νέους πρωτοπόρους περιττές και προβλήθηκαν, αντίθετα, αξίες όπως η απλότητα και καθαρότητα των μορφών, η λειτουργική αρτιότητα των κτιρίων, η τεχνολογική καινοτομία και η κάλυψη κοινωνικών αναγκών. Η εικόνα των νέων αρχιτεκτονημάτων είναι ριζοσπαστικά πρωτότυπη. Οι συμμετρίες διαρρηγνύονται, οι αρχιτεκτονικοί όγκοι, αποκαθαρμένοι από κάθε στοιχείο ιστορικού ρυθμού, συντίθενται ελεύθερα με κενά και πλήρη σε αρμονικές αναλογίες, εξωτερικές επιφάνειες γίνονται γυάλινες και οι κατασκευές αποκαλύπτουν το δομικό σκελετό τους. Συχνά τα κτίρια αποκτούν μια αφηρημένη πλαστικότητα που μόνο στις μορφές της μοντέρνας ζωγραφικής και γλυπτικής μπορεί να βρει αναλογίες. Στη γόνιμη δεκαετία του 1920, ανάμεσα σε πολλούς νέους δημιουργούς ξεχωρίζουν η φυσιογνωμία του Ελβετού Le Corbusier (1887-1965) και η περίφημη σχολή του Bauhaus στη Γερμανία. Η επιρροή τους είναι τεράστια στην παγκόσμια αρχιτεκτονική έως σήμερα.
Στην Ελλάδα των αρχών του 20ού αιώνα η κοινωνική σταθεροποίηση και η απότομη επέκταση της επικράτειας έως το 1920 έθεσαν νέους προσανατολισμούς στους διανοουμένους, μερίδα των οποίων αναθεώρησε την κρίσιμη έννοια της ελληνικότητας. Από το διάλογο για τον πολιτισμικό αυτοπροσδιορισμό της νεότερης Ελλάδας αναδείχθηκαν φωνές που άσκησαν έντονη κριτική στην ευρωπαϊκή επιρροή και αναζήτησαν πολιτιστικές αναφορές στο βυζαντινό παρελθόν και στη ζωντανή λαϊκή παράδοση. Το κίνημα του δημοτικισμού και το τέλος του μεγαλοϊδεατισμού μετά το 1922 φαίνεται ότι ενίσχυσαν αυτούς τους προβληματισμούς και τους επέκτειναν στην αρχιτεκτονική. Πρωτεργάτης σε αυτή την κατεύθυνση αναδείχθηκε ο Αριστοτέλης Ζάχος (1871-1939). Προσεκτικός μελετητής της βυζαντινής και παραδοσιακής αρχιτεκτονικής, αλλά και γνώστης των ευρωπαϊκών κινημάτων, ανέπτυξε ένα προσωπικό ιδίωμα σε έργα όπως η οικία Χατζημιχάλη στην οδό Υπερείδου στην Πλάκα (1924) με στοιχεία βυζαντινά και παραδοσιακά, η οικία Λοβέρδου στο Τατόι (1928), που επανερμηνεύει με μοντέρνο τρόπο τη νησιώτικη αρχιτεκτονική, η Ζωσιμαία Βιβλιοθήκη στα Γιάννενα, οι ναοί του Αγίου Κωνσταντίνου στο Βόλο (1933) και του Αγίου Παύλου στην Κόρινθο. Η προσέγγιση του Ζάχου ήταν καινοτόμος για την εποχή του. Απέρριψε τον ακαδημαϊσμό καταγγέλλοντας ως ψευδή την ελληνικότητα του κλασικισμού, ενώ αποκάλυψε τις συνδέσεις της αρχαίας με τη βυζαντινή αρχιτεκτονική και τη μετάδοση των επιτευγμάτων τους στη λαϊκή παράδοση. Με ανάλογους προβληματισμούς ξεκίνησε τη δράση του ο πλέον συζητημένος από τους δημιουργούς του Μεσοπολέμου, ο Δημήτρης Πικιώνης (1887-1968). Είχε σπουδές ζωγραφικής στην Ευρώπη και μια ασίγαστη ανησυχία στις πολιτιστικές και αισθητικές του αναζητήσεις. Εκτός από την παραδοσιακή αρχιτεκτονική, τον γοήτευε το ελληνικό τοπίο. Δημιούργησε έτσι μια συνολική οραματική προσέγγιση, πρωτόγνωρη για Έλληνα αρχιτέκτονα. Στην οικία Μωραΐτη (1921) επεξεργάστηκε τις μορφές της παραδοσιακής αρχιτεκτονικής της Αίγινας, ενώ στην οικία Καραμάνου (1925) εμπνεύστηκε από την αναπαράσταση ενός σπιτιού της αρχαίας Πριήνης. Δημοσίευε τις σκέψεις του και συμμετείχε στο διάλογο καλλιτεχνών και διανοουμένων της πρωτοπορίας, στην περίφημη γενιά του ’30, η οποία επανακαθόρισε τα πολιτιστικά πράγματα της χώρας (μαζί με τους Γ. Σεφέρη, Άγγ. Σικελιανό, Φ. Κόντογλου, Ν. Χατζηκυριάκο-Γκίκα, Σπ. Παπαλουκά κ.ά.). Ο Πικιώνης και ο Ζάχος εκπροσωπούν μία μόνο από τις τάσεις αμφισβήτησης του στείρου ακαδημαϊσμού σε εκείνη τη μεταβατική περίοδο. Ο ριζοσπαστικός μοντερνισμός της Ευρώπης είχε απήχηση σε νέους Έλληνες δημιουργούς, αποφοίτους σχολών του εξωτερικού ή ακόμη και της νεοσύστατης (1917) Σχολής Αρχιτεκτόνων του Πολυτεχνείου. Πολλοί αμφιταλαντεύονταν και δημιουργούσαν έργα άλλοτε μοντέρνα και άλλοτε λαϊκότροπα, όπως ο Π.Ν. Τζελέπης. Τους πειραματισμούς δεν τους απέφυγε ούτε ο Πικιώνης. Το 1931 σχεδίασε το γνωστό σχολείο του στα Πευκάκια του Λυκαβηττού. Πρόκειται για γνήσια μοντέρνο συγκρότημα, που ανταποκρινόταν πλήρως στην τάση της εποχής για λειτουργικά και σύγχρονα σχολικά κτίρια. Από το 1930 ο νέος υπουργός Παιδείας Γ. Παπανδρέου είχε προωθήσει ένα μεγαλόπνοο πρόγραμμα ανέγερσης σχολικών κτιρίων, το οποίο σε μεγάλο βαθμό υλοποιήθηκε με έργα μοντέρνα. Νέοι αρχιτέκτονες που εργάστηκαν στο πρόγραμμα, όπως οι Νικόλαος Μητσάκης, Πάτροκλος Καραντινός, Κυριάκος Παναγιωτάκος, Θουκυδίδης Βαλεντής και άλλοι, δημιούργησαν έργα που διεκδίκησαν ρόλο στο προσκήνιο της παγκόσμιας πρωτοπορίας. Χαρακτηριστικά παραδείγματα των πρώτων χρόνων του ’30 είναι το δημοτικό της οδού Κωλέττη στην Αθήνα και το Ανώτερο Παρθεναγωγείο στη Θεσσαλονίκη, και τα δυο του Μητσάκη, το σχολείο της οδού Καλησπέρη, του Καραντινού, και εκείνο της οδού Λιοσίων, του Παναγιωτάκου.
Το πρόγραμμα των σχολείων είχε ευμενή απήχηση στους μαχόμενους αρχιτέκτονες του μοντερνισμού στην Ευρώπη και συνετέλεσε ώστε να οργανωθεί στην Αθήνα το περίφημο Συνέδριο μοντέρνας αρχιτεκτονικής του 1933, το τέταρτο στην ιστορική σειρά των CIAM (Congres Internationaux d’ Architecture Moderne). Το 4ο CIAM έφερε στην Αθήνα τους πρωτοπόρους της διεθνούς σκηνής με επικεφαλής τον Le Corbusier και έμεινε στην ιστορία για την περίφημη Χάρτα των Αθηνών, στην οποία συνοψίζονταν οι αρχές του μοντέρνου κινήματος για την πόλη και την αρχιτεκτονική. Η μικρή Ελλάδα με όλους τους υπεύθυνους φορείς της παρείχε υποδειγματική φιλοξενία στο εξαιρετικής σημασίας γεγονός, παρά το ότι η μοντέρνα αρχιτεκτονική ήταν μια μειοψηφική τάση στη συντηρητική ελληνική κοινωνία. Η θετική υποδοχή ίσως ερμηνεύεται από τη διάχυτη ανάγκη εκσυγχρονισμού της χώρας. Δεν είναι σαφής η ποιότητα πρόσληψης των νέων ιδεών, όμως αμέσως αναζητήθηκαν οι σχέσεις τους με την παράδοση και την ιδιομορφία του τόπου. Από ορισμένους συμμετέχοντες στο διάλογο προτάθηκε η άποψη ότι ο δυναμικός δεσμός της ελληνικότητας με τις μοντέρνες δημιουργίες βρίσκεται στη νησιώτικη αρχιτεκτονική με τις ελάχιστες λειτουργικές απαιτήσεις και τις απέριττες μορφές. Τέτοια επιχειρήματα εξακολουθούσαν να προβάλλονται, στο πλαίσιο της διαρκούς προσπάθειας νομιμοποίησης της εισαγωγής ξένων προτύπων. Αν και η ελληνική πραγματικότητα του Μεσοπολέμου ήταν δυσμενές περιβάλλον για την ευδοκίμηση ριζοσπαστικών κινημάτων, τα δείγματα των νεωτερισμών δεν είναι αμελητέα. Εκτός των σχολείων, η μοντέρνα αρχιτεκτονική έδειξε τις αρετές της σε μερικά σχέδια κοινωνικής σημασίας όπως η Ιατρική Σχολή τού κατά τα άλλα συντηρητικού Ε. Κριεζή (1929), το Νοσοκομείο Σωτηρία του ριζοσπάστη Ι. Δεσποτόπουλου (1932), το Αρχαιολογικό Μουσείο Ηρακλείου του Π. Καραντινού (1933), οι προσφυγικές πολυκατοικίες της λεωφόρου Αλεξάνδρας των Κ. Λάσκαρη και Δ. Κυριακού (1933), το ανοιχτό εστιατόριο στις παιδικές κατασκηνώσεις Βούλας του Π.Ν. Τζελέπη (1936) κ.ά. Οι πολλές μοντέρνες κατοικίες της περιόδου δείχνουν την αποδοχή που είχε το νεωτεριστικό ιδίωμα στη μεγαλοαστική τάξη και στους διανοουμένους. Χαρακτηριστικά είναι τα έργα των Άγγελου Σιάγα (οικία Σώχου στο Ψυχικό), Στάμου Παπαδάκη (κατοικία στη Γλυφάδα), Π.Ν. Τζελέπη (οικία Οικονομίδη στο Ελληνικό), των Θ. Βαλεντή-Π. Μιχαηλίδη (κατοικία στην Κηφισιά), του Π. Καραντινού (κατοικία στο Καστρί), του Ν. Μητσάκη (οικία Κουτσίνα στο Βόλο, 1934), του Γ. Κοντολέοντος (οικία και σχολή χορού στην οδό Ομήρου, 1934), του Α. Κωνσταντινίδη (εξοχική οικία Ευταξία στην Ελευσίνα, 1938) και άλλα.
Έργα-προάγγελοι του μέλλοντος της πόλης υπήρξαν οι πολυκατοικίες που χτίστηκαν στην Αθήνα το Μεσοπόλεμο. Το φαινόμενο της αστικής πολυκατοικίας αναπτύχθηκε ραγδαία μετά το 1929, υπό το νέο νομοθετικό πλαίσιο περί «οριζοντίου ιδιοκτησίας», που ευνοούσε τα ανά όροφο διαμερίσματα και το θεσμό της αντιπαροχής. Οι πολυκατοικίες του ’30 με τις σημαντικές τεχνολογικές τους καινοτομίες παρείχαν ανέσεις που προσέλκυσαν τις μέσες και ανώτερες τάξεις. Σε αυτό το πλαίσιο ανεγέρθηκαν κτίρια με ποικίλα στιλ της εποχής. Θεωρητικά, η πρώτη τέτοιου τύπου πολυκατοικία χτίστηκε το 1930 από τον Κυπριανό Μπίρη στην οδό Μπουμπουλίνας (σήμερα υπουργείο Πολιτισμού). Οι αρχιτέκτονες του ελληνικού μοντερνισμού συνέβαλαν στο είδος με μερικά από τα πλέον ενδιαφέροντα έργα τους. Παραδειγματικά είναι τα κτίρια των Θ. Βαλεντή-Π.Μιχαηλίδη στη οδό Στουρνάρη και Ζαΐμη και στη Σκουφά 21, η περίφημη «μπλε πολυκατοικία» του Κ. Παναγιωτάκου στην πλατεία Εξαρχείων (1933), του Β. Δούρα στη Ναυαρίνου και Μαυρομιχάλη, του Γ. Κοντολέοντος στη Β. Σοφίας 86 και άλλες.
Η επιρροή της νέας αντιδιακοσμητικής μορφολογίας είναι αξιοσημείωτη στην ανώνυμη αρχιτεκτονική της ίδιας περιόδου. Μοντέρνες μπορούν να θεωρηθούν αρκετές οικοδομές του ’30 στην Αθήνα, διώροφες κατοικίες ή πολυκατοικίες, με μεγάλα συνεχή ανοίγματα, γωνιακά παράθυρα και κλειστούς εξώστες (έρκερ). Χαρακτηριστική είναι και η χρήση ενός στοιχείου πέργκολας στις ταράτσες και στα ρετιρέ, που λειτουργούσε ως μια ιδιότυπη στέψη του κτιρίου. Ήταν ίσως η απάντηση στο αισθητικό σοκ που πιθανόν προκαλούσε στους Αθηναίους η μοντέρνα εξαφάνιση του άνω τελειώματος του κτιρίου. Λειτουργούσε δηλαδή ως ένα κλείσιμο του κενού εκεί όπου άλλοτε σχηματίζονταν πλούσια διακοσμημένα γείσα και αετώματα. Φαίνεται παράδοξη η εκτεταμένη αποδοχή των νέων τάσεων από τα μέσα και λαϊκά στρώματα, μετά από έναν αιώνα κλασικιστικής κυριαρχίας, όμως είναι μια πραγματικότητα που προμήνυε τη ριζική ανατροπή που θα ακολουθούσε στο αστικό τοπίο μετά τον πόλεμο.
Οι Έλληνες νεωτεριστές αρχιτέκτονες αξιοποίησαν γόνιμα τις ιδέες και τις αρχές του μοντέρνου κινήματος. Αναλαμβάνοντας υπεύθυνο ρόλο δημιούργησαν αρχιτεκτονική υψηλού επιπέδου, αντιμετωπίζοντας είτε κοινωνικά προβλήματα είτε τις αισθητικές προκλήσεις της τέχνης τους. Υπήρξαν πρωτοπόροι, αφού ξεπέρασαν ιδεολογικές αγκυλώσεις της εποχής τους που είχαν παγιδεύσει την αρχιτεκτονική σε μια άγονη μεγαλοστομία. Ίσως ένας υπέρμετρος ρεαλισμός τούς απομάκρυνε από τον προβληματισμό για το νόημα της μορφής στην αρχιτεκτονική, το συμβολικό της ρόλο και τη σχέση της με τον τόπο. Η μονοδιάστατη στροφή προς τη λειτουργική ορθολογικότητα και την κατασκευαστική απλότητα είχε ένα τίμημα που θα πληρωνόταν στις μεταπολεμικές γενιές.
Έλληνες αρχιτέκτονες στην εποχή της ανοικοδόμησης
Παρά το δυναμισμό της, η πρωτοπορία του Μεσοπολέμου παρέμεινε μειοψηφική τάση. Τα περισσότερα μεγάλα έργα αρχιτεκτονικής ακολουθούσαν το μοντέρνο κλασικισμό, ενώ η ελληνικότητα των μορφών εξακολουθούσε να εμφανίζεται ως αίτημα ακόμη και στη δεκαετία του ’50. Τη στασιμότητα αυτή προκαλούσε μετά το 1936 η τοπική και διεθνής πολιτική κατάσταση.
Ο Β΄ Παγκόσμιος πόλεμος και ο Εμφύλιος καθυστέρησαν ακόμη περισσότερο την ανάκαμψη των δημιουργικών αναζητήσεων της ελληνικής αρχιτεκτονικής. Αξιόλογη οικοδομική δραστηριότητα επανεμφανίστηκε μόνο μετά το 1950. Στην πρώτη εποχή της ανοικοδόμησης τα σημαντικότερα κτίρια δημόσιου χαρακτήρα διατηρούσαν σταθερά τις αναφορές τους στο μοντέρνο κλασικισμό, ακόμη και όταν σχεδιάζονταν από αρχιτέκτονες που μετείχαν της προπολεμικής πρωτοπορίας. Πολυτελείς πολυκατοικίες και βίλες της δεκαετίας του ’50 είτε ακολούθησαν αυτόν το συντηρητικό κανόνα είτε ένα λαϊκότροπο ρουστίκ στιλ. Οι μόνοι εναπομείναντες στην Ελλάδα από τους συνεπείς νεωτεριστές, οι Π. Καραντινός και Θ. Βαλεντής, σχεδίασαν διστακτικά ελάχιστα μοντέρνα κρατικά κτίρια στην Αθήνα και στην επαρχία. Έτσι, τη στιγμή που η πρωτεύουσα βρισκόταν στην αρχή μιας οικοδομικής κοσμογονίας, απουσίαζε σχεδόν ολοκληρωτικά η δημιουργική αρχιτεκτονική. Κατά τα επόμενα χρόνια θα μεταμορφωθεί οριστικά το αστικό και φυσικό περιβάλλον της πόλης, όμως οι Έλληνες αρχιτέκτονες θα βρεθούν στο περιθώριο, απέχοντας τόσο από την πρωταγωνιστική συμμετοχή στην ανοικοδόμηση όσο και από τις συζητήσεις που την προετοίμασαν και τη διαχειρίστηκαν. Η πολιτική στέγασης των εκατοντάδων χιλιάδων εσωτερικών μεταναστών που διαρκώς συρρέουν στην πόλη δεν περιλαμβάνει την οργανωμένη δόμηση, αλλά αντιμετωπίζεται με το θεσμό της αντιπαροχής, υψηλούς συντελεστές δόμησης και την ανοχή στις αυθαίρετες, εκτός σχεδίου εγκαταστάσεις. Όσο για τον πολεοδομικό σχεδιασμό, αυτός εκτελείται από τον κρατικό μηχανισμό μέσω νομοθετικών ρυθμίσεων που όχι σπάνια υπαγορεύονται από πολιτικές σκοπιμότητες.
Ο πόλεμος είχε μεταβάλει τους προσανατολισμούς του μοντέρνου κινήματος της διεθνούς αρχιτεκτονικής σκηνής. Εξέχουσες προσωπικότητες του μεσοπολεμικού ριζοσπαστισμού δραστηριοποιήθηκαν στην Αμερική σε μεγάλες παραγγελίες και διαμόρφωσαν ένα μάλλον μνημειακό ιδίωμα, ενώ οι πλαστικές αναζητήσεις που εκπροσωπούσε ο Le Corbusier δεν είχαν την προπολεμική απήχηση. Το μεταπολεμικό άγχος της οικονομικής ανάπτυξης οδήγησε την αρχιτεκτονική σε μια λειτουργιστική χρησιμοθηρία, που σταδιακά έφερε το μοντέρνο κίνημα σε πτώχευση ιδεών και δημιουργικότητας. Όμως τα τεχνολογικά επιτεύγματα όπως εκφράζονταν στα μπετονένια και γυάλινα κτίρια του ’50 αποτέλεσαν ένα όραμα εκσυγχρονισμού για την Ελλάδα. Στην περίοδο αυτή χτίστηκαν ελάχιστα κτίρια σχεδιασμένα από πρωτοπόρους Έλληνες δημιουργούς, ανεγέρθηκαν όμως μερικά σημαντικά έργα, που εκπροσώπησαν την πλέον σύγχρονη αρχιτεκτονική της εποχής στην Αθήνα. Η Αμερικανική Πρεσβεία (1958) σχεδιάστηκε από τον Walter Gropius, Γερμανό πρωτοπόρο του Μεσοπολέμου (ιδρυτική προσωπικότητα του Bauhaus), ο οποίος είχε καταφύγει στην Αμερική. Το κτίριο έχει τετράγωνη κάτοψη με εσωτερικό αίθριο και περιστύλιο και γι’ αυτό δεν έλειψαν εκείνο τον καιρό οι θετικές αναφορές στη σχέση του με τον τόπο και την αρχιτεκτονική του ιστορία. Το ξενοδοχείο «Hilton», επίσης του 1958, σχεδιάστηκε από τους Ε. Βουρέκα, Πρ. Βασειλιάδη και Σπ. Στάικο και ήταν το μεγαλύτερο κτιριακό έργο που είχε φανεί στην πόλη έπειτα από δεκαετίες. Αποτέλεσε πραγματικό σύμβολο ανάπτυξης και εκσυγχρονισμού, όμως αντιμετώπισε την κριτική για τη σχέση του με το αττικό τοπίο. Εξίσου σημαντικά στην εποχή τους (1958) ήταν το κτίριο του Ανατολικού Αερολιμένα του Ελληνικού, έργο του διάσημου μοντέρνου αρχιτέκτονα Eero Saarinen, όπως και το ξενοδοχείο «Mont Parnes» του Παύλου Μυλωνά. Την ίδια εποχή σε ένα έργο της επαρχίας φάνηκε το εύρος των δυνατοτήτων της σύγχρονης ελληνικής αρχιτεκτονικής. Οι καταστροφικοί σεισμοί της Σαντορίνης το 1956 έγιναν αφορμή εφαρμογής ενός πρωτοποριακού προγράμματος νέων κατοικιών στο ευαίσθητο τοπίο του νησιού. Εκεί μια ομάδα νέων αρχιτεκτόνων (Κ. Δεκαβάλλας, Σ. Κονταράτος, Β. Μπογάκος, Ν. Σαπουντζής, Β. Γρηγοριάδης) δημιούργησε ένα αυθεντικά ελληνικό έργο μοντέρνας αρχιτεκτονικής, επανερμηνεύοντας με σύγχρονο τρόπο τις παραδοσιακές μορφές. Το μικρό κύκλο των νέων Ελλήνων δημιουργών εκείνης της δύσκολης εποχής συμπληρώνουν οι μελετητές των πρώτων βραβείων μερικών αρχιτεκτονικών διαγωνισμών για σημαντικά έργα (Εθνική Πινακοθήκη, κτίρια του Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης κ.ά.), τα οποία όμως δεν υλοποιήθηκαν άμεσα ή δεν υλοποιήθηκαν καθόλου. Ήταν προτάσεις σύγχρονες που απηχούσαν τις αρχές του μοντέρνου κινήματος, είτε στην εκδοχή του Bauhaus είτε στην κατεύθυνση που χάραζε ο Le Corbusier. Εκεί πρωτοεμφανίστηκαν τα ονόματα των Κ. Παπαϊωάννου, Κ. Φινέ, Δ. Φατούρου, Ν. Μουτσόπουλου και άλλων άξιων συντελεστών της μεταπολεμικής αρχιτεκτονικής σκηνής. Την εποχή σφραγίζει το έργο του Δ. Πικιώνη στην ώριμη φάση του. Μεταξύ άλλων σχεδίασε έναν πρότυπο οικισμό για την Αιξωνή της Γλυφάδας (1951), την έπαυλη Ποταμιάνου στη Φιλοθέη (1954) και την οικία Γκαρή στο Ψυχικό (1955). Από το 1951 έως το 1957 εργάστηκε για το γνωστότερο από τα έργα του, την περίφημη διαμόρφωση του υπαίθριου χώρου γύρω από την Ακρόπολη. Στην παιδική χαρά της Φιλοθέης (1960-65) ολοκλήρωσε με συνέπεια το δημιουργικό του κύκλο. Ο Πικιώνης, που υπήρξε ο αυθεντικότερος των Ελλήνων αρχιτεκτόνων του 20ού αιώνα, ήταν ένας γνήσιος ποιητής των αρχιτεκτονικών μορφών, βαθύς μελετητής του χώρου ως πολιτισμικού γεγονότος και ερευνητής της αλήθειας που μόνο η τέχνη μπορεί να προσφέρει στον άνθρωπο. Χρησιμοποιούσε χωρίς προκαταλήψεις ετερόκλητα στοιχεία που υπερέβαιναν την ελληνική παράδοση, αλλά δημιούργησε συνθέσεις με βαθιά ενότητα. Το έργο του είναι μοναδικό και χωρίς αντάξιους μιμητές, αλλά με πολλούς μαθητές που επηρεάστηκαν γόνιμα.
Ενώ ο Πικιώνης ακολουθούσε το μοναχικό του δρόμο, ένας άλλος μείζων δημιουργός της εποχής ανέπτυσσε τη δική του προσέγγιση στις αρετές της λαϊκής αρχιτεκτονικής. Ο Άρης Κωνσταντινίδης (1913-1993) διαμόρφωσε ένα εξίσου προσωπικό ιδίωμα, που επηρέασε σημαντικά τις επόμενες γενιές. Το 1951 έχτισε ένα μικρό εξοχικό σπίτι στη Συκιά Κορινθίας, όπου συνοψίζονται οι αρχές που ακολούθησε στη συνέχεια. Είναι μια στοιχειώδης αλλά λογικά πλήρης κατασκευή, με απλή δομή χωρίς καμιά επιτήδευση. Μόνο φέροντες τοίχοι από λιθοδομή και πλάκες από μπετόν συντίθενται σε μια αυστηρή ορθογωνική διάταξη. Αν και ορθολογιστής με δυνατές ρίζες στον αφηρημένο διεθνή μοντερνισμό, ο Κωνσταντινίδης επιδίωκε να εντάσσει τα κτίρια του στο τοπίο. Είχε αφομοιώσει δημιουργικά τις αρετές της ελληνικής παραδοσιακής αρχιτεκτονικής, αλλά στάθηκε απόλυτα αρνητικός στις εικονογραφικές αναπαραγωγές. Τον συγκινούσε η κατασκευαστική απλότητα και τόλμη των λαϊκών οικοδομημάτων και διδάχτηκε από την άριστη σχέση των παραδοσιακών κτισμάτων με τον ύπαιθρο χώρο. Χειριζόταν με δεξιοτεχνία τις στοές, τις αυλές και τη σχέση τους με τους κλειστούς χώρους. Είχε την τύχη να παράξει πλούσιο έργο στον Οργανισμό Εργατικής Κατοικίας (1955-57) και στον Ελληνικό Οργανισμό Τουρισμού (1958-67) δημιουργώντας σχολή στη νεοελληνική αρχιτεκτονική. Αντιπροσωπευτικά έργα του είναι το συγκρότημα του ΕΟΤ της Επιδαύρου (1958-62), εργατικές πολυκατοικίες στο Άγιο Ιωάννη Ρέντη (1955-57), τα «Ξενία» της Μυκόνου (1959) και της Καλαμπάκας (1960), το περίφημο σπίτι διακοπών στην Ανάβυσσο (1961), το Αρχαιολογικό Μουσείο Ιωαννίνων (1964), η κατοικία-εργαστήρι στην Αίγινα (1974). Ο Κωνσταντινίδης κατάφερε να δημιουργήσει μια γνήσια ελληνική εκδοχή του μοντερνισμού επανερμηνεύοντας την παράδοση, συνδιαλεγόμενος με το τοπίο και ανταποκρινόμενος θετικά στα τοπικά υλικά και στις εγχώριες συνθήκες παραγωγής χώρου.
Δίπλα στις δύο διακεκριμένες προσωπικότητες Πικιώνη και Κωσταντινίδη αναδείχθηκε η νέα γενιά των αρχιτεκτόνων, με έργα που σταδιακά καθιέρωσαν το διεθνές λεξιλόγιο της μοντέρνας αρχιτεκτονικής στην Ελλάδα. Ήδη από τις αρχές της δεκαετίας του ’50, ο Νίκος Βαλσαμάκης έχτισε μερικά έργα στην Αθήνα ξεπερνώντας το συντηρητισμό των προγενέστερων. Οι πολυκατοικίες του διαμόρφωσαν από νωρίς ένα σύγχρονο ιδίωμα και έγιναν πρότυπο για πολλές μεταγενέστερες (πολυκατοικία στην οδό Σεμιτέλου το 1951, πολυκατοικία στη λεωφόρο Κηφισίας στο Χαλάνδρι το 1957, Ξενοδοχείο «Αμαλία» στην λεωφόρο Αμαλίας το 1957 κ.ά.). Χαρακτηριστικό της εποχής του μοντέρνου ορθολογισμού είναι το κτίριο του Γραφείου Δοξιάδη στο Λυκαβηττό (1955), έργο του σημαντικού μελετητή Κωνσταντίνου Δοξιάδη (1913-75), ο οποίος είχε μεγάλη δραστηριότητα στο εξωτερικό. Σε αυτό το κλίμα σταδιακής απελευθέρωσης από τις αγκυλώσεις του παρελθόντος εμφανίζεται ο ιδιοφυής δημιουργός Τάκης Ζενέτος (1926-77) με την εντυπωσιακή μελέτη του για την ανάπλαση του εργοστασίου Φιξ στη λεωφόρο Συγγρού (1957). Ο τεράστιος όγκος του κτιρίου διαρθρώθηκε με μια απρόσμενα απλή αλλά έντονη εναλλαγή ανοιχτών και κλειστών επιφανειών. Λίγο αργότερα με την κατοικία στο Καβούρι (1959) ο Ζενέτος επανήλθε με μια ανήσυχη δυναμική φόρμα, εδραιώνοντας τη φήμη του πρωτοπόρου. Η κάτοψη του κτιρίου στρέφεται λοξά και προβάλλει προς την θάλασσα με έναν εντυπωσιακά μεγάλο πρόβολο-βεράντα. Αξιοσημείωτο, αν και περιορισμένο στην Ελλάδα, είναι και το έργο του Αριστομένη Προβελέγγιου (1914-1999), που το 1958 έχτισε μια οικία στην Κυψέλη με σαφείς παραπομπές στις αρχές αρχιτεκτονικής σύνθεσης του Le Corbusier.
Το διάστημα από το ’60 και έως τη μεταπολίτευση χαρακτηρίζεται από την πλήρη αποκατάσταση της μοντέρνας διεθνούς αρχιτεκτονικής στην πρωτοκαθεδρία των προτιμήσεων των Ελλήνων δημιουργών. Κτίσματα κλασικιστικής νοοτροπίας με μοντέρνα εμφάνιση εξακολουθούσαν να χτίζονται, εκπροσωπώντας τις πλέον συντηρητικές τάσεις. Όμως το κυρίαρχο παράδειγμα στη νεοελληνική αρχιτεκτονική της δεκαετίας του ’60 ήταν ο λειτουργικός ορθολογισμός, των αφηρημένων γεωμετρικών μορφών και της σύγχρονης τεχνολογίας. Όπως και στο εξωτερικό την ίδια περίοδο, τούτη η τάση θεωρήθηκε η καταλληλότερη για τα κτίρια κύρους και εκπροσώπησε την κρατική εξουσία και τις μεγάλες επιχειρήσεις. Αντιπροσωπευτικό δείγμα στην Αθήνα είναι το συγκρότημα του Εθνικού Ιδρύματος Ερευνών στη λεωφόρο Β. Σοφίας, έργο του Γραφείου Δοξιάδη (1962). Παράλληλα, αρκετά έργα υλοποιήθηκαν τότε διά του θεσμού αρχιτεκτονικών διαγωνισμών. Τα περισσότερα αποτελέσματά τους επιβεβαιώνουν τις επιρροές του Le Corbusier και του Bauhaus. Απλοί όγκοι με ορθοκανονικές όψεις, λειτουργικές κατόψεις, εμφανή σκυροδέματα, pilotis, μεγάλα ανοίγματα με υαλοπετάσματα είναι βασικά στοιχεία του μοντέρνου μορφολογικού λεξιλογίου. Ταυτόχρονα, οι δυνάμεις της αγοράς και οι πολιτικές επιλογές για την πολεοδομική ανάπτυξη διαμορφώνουν τον αστικό χώρο ερήμην μιας δημιουργικής πρότασης που αναμενόταν από τους Έλληνες αρχιτέκτονες. Μέσα στη γενική αυταρέσκεια και συμβατικότητα διακρίνονται λίγες προσωπικότητες, όπως εκείνη του Τ. Ζενέτου, ο οποίος με τα οραματικά του σχέδια επιχείρησε μια μάταιη υπέρβαση. Απαιτητικός στους στόχους του, εισηγήθηκε με τα σχέδιά του τη χρήση προηγμένων τεχνολογιών, ριζοσπαστικές μεθόδους προκατασκευής και εξοικονόμησης ενέργειας, και πρωτότυπες μορφές που αναπτύσσονταν ελεύθερα στο χώρο, σαν σε αναμέτρηση με τους φυσικούς νόμους. Σε προτάσεις του για την πολεοδομική ανάπτυξη τουριστικών οικισμών σε ευαίσθητα φυσικά τοπία πρότεινε την αξιοποίηση της τεχνολογίας, με καινοτόμες κατασκευές που εντάσσονται στο περιβάλλον (π.χ. ρυθμιστικό σχέδιο Αγίας Γαλήνης Κρήτης 1966). Ο Τ. Ζενέτος δεν προσαρμόστηκε ποτέ στις προβληματικές συνθήκες της ελληνικής πραγματικότητας και έφυγε από τη ζωή πριν ολοκληρώσει το έργο του. Η γόνιμη σκέψη του διακρίνεται σε εντυπωσιακά αρχιτεκτονήματα όπως το λυόμενο θέατρο του Λυκαβηττού (1964) και το σχολείο στο δήμο Αγίου Δημητρίου, με την κυκλική κάτοψη και τα εντυπωσιακά σκίαστρα (1970).
Στη μονολιθική αφαιρετικότητα που κυριαρχούσε στη δεκαετία του ’60 υπήρξαν μερικές ακόμη εναλλακτικές και ενδιαφέρουσες απαντήσεις. Ο Σταθμός Επιβατών του Πειραιά των Ι. Λιάπη-Η. Σκρούμπελου (1962) εντυπωσιάζει ακόμη και σήμερα με τη δυναμική μορφή της αναρτημένης στέγης του, που σαφώς νοηματοδοτεί το κτίριο, σαν να πρόκειται για χαιρετισμό στη θάλασσα και στα υπερπόντια ταξίδια. Σε ένα επίσης ειδικό κτίριο, τον υποσταθμό της ΔΕΗ της οδού Γ΄ Σεπτεμβρίου, διακρίνεται η εκφραστικότητα ενός ακόμη ευαίσθητου δημιουργού, του Κλέωνα Κραντωνέλη, που αντιμετώπισε με πρωτοτυπία μια δύσκολη λειτουργία σε ένα ακόμη δυσκολότερο οικόπεδο (1973). Οι δημιουργικοί αρχιτέκτονες εξακολουθούσαν την ίδια περίοδο να παράγουν ενδιαφέρουσες λύσεις σε μικρής κλίμακας ιδιωτικά έργα, απευθυνόμενοι κυρίως σε υψηλά εισοδήματα. Ο χαρισματικός Ν. Βαλσαμάκης έχτισε μερικές ακόμη κατοικίες υποδειγματικής ποιότητας στην περιοχή των Αθηνών, που τις διακρίνει η άψογη μοντέρνα εμφάνιση και η κατασκευαστική τελειότητα. Αντιπροσωπευτικό τέτοιο έργο του είναι η περίφημη βίλα Λαναρά στην Ανάβυσσο. Οι υπερμεγέθεις πρόβολοι-βεράντες, οι εκτεταμένες γυάλινες επιφάνειες, που αμφισβητούν το όριο ανοιχτού-κλειστού, και η ελεύθερη κάτοψη είναι γνήσια μοντέρνα στοιχεία, χαρακτηριστικά και για άλλα έργα του της ίδιας περιόδου. Ταυτόχρονα έκανε την εμφάνισή της η νέα γενιά αρχιτεκτόνων, που παρακολουθούσε τις εξελίξεις στη διεθνή σκηνή και ήταν έτοιμη να ανταποκριθεί στους προβληματισμούς για το μέλλον της μοντέρνας αρχιτεκτονικής. Ο Αλέξανδρος Τομπάζης, παρά τον προσανατολισμό του στην αισθητική του μπετόν, έδειξε μια τάση προς πλαστικές και τεχνολογικές αναζητήσεις στο συγκρότημα κατοικιών «Δίφρος» στο Χαλάνδρι (1971). Λίγο αργότερα στο κτίριο γραφείων της ΑΓΕΤ «Ηρακλής» στη Λυκόβρυση (1972) αξιοποίησε στο έπακρο τις δυνατότητες του εμφανούς σκυροδέματος, προαναγγέλλοντας την ενασχόλησή του με τις νέες τεχνολογίες και τη βιοκλιματική αρχιτεκτονική.
Ξεκινώντας μια διαφορετική πορεία, οι Δημήτρης και Σουζάνα Αντωνακάκη, έχοντας αφομοιώσει τα διδάγματα του μοντέρνου κινήματος, επεξεργάστηκαν τους προβληματισμούς των Πικιώνη και Κωνσταντινίδη και τους επέκτειναν, ανταποκρινόμενοι στα νέα δεδομένα του αστικού χώρου και της μεταπολιτευτικής πολιτιστικής πραγματικότητας. Ήδη από το 1965 χρονολογείται το Αρχαιολογικό Μουσείο Χίου, το οποίο σχεδίασαν στο πνεύμα των ορθολογιστικών προσεγγίσεων που επικρατούσαν τότε. Ορόσημο της δημιουργικής πορείας τους είναι η πολυκατοικία της οδού Εμμ. Μπενάκη (1973), όπου δίνεται μια καινοτόμος ερμηνεία σε αυτό το δύσκολο αρχιτεκτονικό είδος. Το κτίριο είναι ένας πολυσύνθετος προσεκτικά μελετημένος χώρος, που άπτεται αξιών της λαϊκής και παραδοσιακής αρχιτεκτονικής. Τα διαμερίσματα και τα δωμάτια αναπτύσσονται σε πολλά επίπεδα κατά μήκος διαδρομών και σε σχέση με ημιυπαίθριους χώρους. Με την πεποικιλμένη όψη της, η πολυκατοικία αυτή αποτελεί ανανεωτική παρουσία στο αισθητικά υποβαθμισμένο από τις αδιάφορης μορφολογίας κατασκευές περιβάλλον της πόλης. Ήδη από τις αρχές της δεκαετίας του ’70 τα επιδεινούμενα προβλήματα του αστικού χώρου θέτουν νέα προβλήματα στους αρχιτέκτονες.
Η κρίση της πόλης και οι σύγχρονες τάσεις
Οι επαναστατικές διακηρύξεις του μοντέρνου κινήματος είχαν στρέψει το διεθνή αρχιτεκτονικό προβληματισμό στην αυτόνομη προσέγγιση των κτιρίων, μέσα από το όραμα ενός νέου πρωτοποριακού περιβάλλοντος διαβίωσης, παγκόσμιας εφαρμογής. Οι εξαγγελίες αυτές αμφισβητήθηκαν έντονα ήδη από τη δεκαετία του ’60 σε Ευρώπη και Αμερική. Η μοντέρνα μεταπολεμική αρχιτεκτονική των αφηρημένων κυβιστικών μορφών είχε αγνοήσει και περιφρονήσει τις υφιστάμενες πόλεις, που πλέον βρίσκονταν σε κατάσταση σοβαρής οικιστικής και περιβαλλοντικής κρίσης. Στο διαρκώς επιδεινούμενο υπό τις νέες συνθήκες αστικό τοπίο (υπερπληθυσμός, κυκλοφοριακό, απαξίωση και γήρανση των κτιρίων) η μοντερνιστική αρχιτεκτονική αντιπαρέθετε τη μαζική οργανωμένη δόμηση σε νέες σχεδιασμένες πόλεις. Οι αποστερημένες νοήματος νεωτερικές μνημειακές μορφές αποδείχτηκαν απρόσωπες και τελικά απωθητικές για τους κατοίκους τους.
Το διεθνιστικό όραμα ενός παγκόσμιου πολιτισμού βρισκόταν υπό σοβαρή αμφισβήτηση, σε έναν κόσμο αβέβαιο, που τον απειλούσαν τα πυρηνικά, τον έφθειρε η ρύπανση του περιβάλλοντος και τον συντάρασσε η γενικευμένη αμφισβήτηση των αξιών της τεχνολογικής προόδου και της άκριτης οικονομικής ανάπτυξης δυτικού τύπου. Στο προσκήνιο των προβληματισμών ανέτειλε η έννοια της πολυπολιτισμικότητας, επαναξιολογήθηκαν οι παραδοσιακοί πολιτισμοί και επανεκτιμήθηκαν οι παραδόσεις. Στη μεταμοντέρνα εποχή τίποτε δεν μπορούσε να έχει το κύρος της βέβαιης αλήθειας και της σταθερής αξίας. Η σχετικότητα του χρόνου και του τόπου που υποδείκνυαν οι στοχαστές βρήκε έκφραση σε όλες τις πολιτιστικές μορφές και επηρέασε από νωρίς την αρχιτεκτονική. Ενώ ποτέ δεν είχαν λείψει οι φωνές κριτικής μέσα στο μοντερνισμό, στη δεκαετία του ’70 επανήλθαν στη διεθνή σκηνή ξεχασμένες αξίες, όπως η λαϊκή αρχιτεκτονική, οι τοπικές παραδόσεις, ακόμη και οι ιστορικοί ρυθμοί. Οι αρχιτέκτονες κλήθηκαν να αντιμετωπίσουν την καταστροφή της ανθρώπινης κλίμακας και την αλλοίωση της φυσιογνωμίας των πόλεων, τη διάσωση της παραδοσιακής αρχιτεκτονικής και την καταστροφή του φυσικού περιβάλλοντος.
Στην Ελλάδα η κριτική άρχισε να διαμορφώνεται κυρίως μετά τη μεταπολίτευση με άξονα τα προβλήματα του αστικού χώρου, και κυρίως όταν συνειδητοποιήθηκε η κατεπείγουσα ανάγκη διάσωσης της μνημειακής και λαϊκής αρχιτεκτονικής κληρονομιάς, που κατέρρεε εγκαταλειμμένη από καιρό.
Για ακόμη μια φορά η νεοελληνική αρχιτεκτονική θα αντιμετώπιζε μια κρίση ιδεολογικού προσανατολισμού. Το επαναλαμβανόμενο ερώτημα της ταυτότητας δεχόταν τώρα πλέον την κάλυψη μιας διεθνούς τάσης και ετίθετο με τη μορφή μιας υπό έρευνα τοπικότητας (όχι όμως ελληνικότητας). Οι σημαντικότεροι δημιουργοί της μεταπολιτευτικής περιόδου θα πάρουν θέση απέναντι στα μείζονα προβλήματα του αστικού χώρου και του περιβάλλοντος, αλλά το σύστημα παραγωγής χώρου έχει πλέον παγιωθεί και, παρά τις πολιτικές αλλαγές, θα παραμείνει και πάλι στο περιθώριο ο λόγος και το έργο των Ελλήνων αρχιτεκτόνων.
Αντιπροσωπευτική της ανταπόκρισης στα νέα δεδομένα μπορεί να θεωρηθεί η στροφή του Ν. Βαλσαμάκη, που είχε ήδη διαφανεί σε σπίτια που έχτισε στη Φιλοθέη και στην Κηφισιά από τις αρχές της δεκαετίας του ’70. Τα ξενοδοχεία «Αμαλία» της Ολυμπίας (1976) και του Ναυπλίου (1980) είναι ώριμα έργα του μεγάλου δεξιοτέχνη στα οποία καταγράφεται μια νέα ανάγνωση της αρχιτεκτονικής ιστορίας του τόπου. Το 1978 σχεδιάζεται και το μείζον έργο αστικής αρχιτεκτονικής του Βαλσαμάκη, το μέγαρο διοίκησης της Τράπεζας Πίστεως (Alhpa Bank) στην οδό Σταδίου. Μέσα στην ήρεμη στιβαρότητα αυτών των κτιρίων διακρίνεται η επάνοδος στις αξίες του αστικού τοπίου, με την αναπαραγωγή της κλίμακάς του και την υπόμνηση στοιχείων της παράδοσής του.
Οι Δημήτρης και Σουζάνα Αντωνακάκη εξακολουθούν να προσεγγίζουν με δημιουργικότητα τα μείζονα προβλήματα ένταξης των νέων κτιρίων στο φυσικό και αστικό περιβάλλον και της αποκατάστασης του ανθρώπινου μέτρου. Στα έργα αυτής της περιόδου επιχειρούν αναζητήσεις του νοήματος των αρχιτεκτονικών μορφών, ως γνήσιοι συνεχιστές των προβληματισμών του Πικιώνη και του Κωνσταντινίδη, και δίνουν νέες απαντήσεις, που κατακτούν τη διεθνή προβολή. Σημαντική επιρροή στους νεότερους θα ασκήσει η οικία Ζάνα που χτίζουν κοντά στην Ακρόπολη (1978), όπου συνεχίζεται η επεξεργασία των θεμάτων που τέθηκαν στην πολυκατοικία της οδού Εμμ. Μπενάκη. Χαρακτηριστικά της μορφολογικής τόλμης τους είναι τα συγκροτήματα της Φιλοσοφικής Σχολής στο Ρέθυμνο (1982) και του Πολυτεχνείου Κρήτης στο Ακρωτήρι Χανίων (1982), που σχεδιάζουν σε συνεργασία με τους Α. Μονεμβασίτου, Μ. Μπαμπάλου, Α. Νουκάκη, Θ. Φωτίου. Την ίδια εποχή αρχίζουν να χτίζονται τα έργα ενός σύγχρονου ποιητή των αρχιτεκτονικών μορφών. Ο πρόωρα χαμένος Κυριάκος Κρόκος (1941-1998) είχε διακριθεί κατακτώντας το Α΄ βραβείο του διαγωνισμού για το Μουσείο Βυζαντινού Πολιτισμού στη Θεσσαλονίκη (1977), στο οποίο με ευαίσθητη προσεκτική ματιά επεξεργάστηκε τα διαρκή θέματά του ως γνήσιος καλλιτέχνης: τις αναφορές στην αρχιτεκτονική ιστορία του τόπου, την αλήθεια των υλικών, τις σχέσεις των υφών και των χρωμάτων. Τις ιδέες του υλοποίησε με ανένδοτη επιμέλεια σε όλα του τα έργα, όπως στο Θέατρο της οδού Κυκλάδων (1981), στις κατοικίες στη Φιλοθέη (1989) και στην Εκάλη (1991) και στην πολυκατοικία-μουσείο του Αλ. Φασιανού στην οδό Ν. Μεταξά (1990).
Οι προτάσεις ενός ακόμη σύγχρονου αρχιτέκτονα, του Μιχάλη Σουβατζίδη, διακρίνονται για την ποιητικότητά τους όσο και για τους βιοκλιματικούς προσανατολισμούς τους (κατοικία στο Αττικό Άλσος, 1985, και Κέντρο Εικαστικών Τεχνών στην οδό Χ. Τρικούπη, 1991). Οι αναφορές στον τόπο, στο κλίμα, στο χτισμένο και φυσικό περιβάλλον διακρίνονται στο έργο πολλών ακόμη αρχιτεκτόνων που στις αρχές του 21ου αιώνα βρίσκονται στην παραγωγική ακμή τους και συνεισφέρουν στις εξελίξεις της νεοελληνικής αρχιτεκτονικής. Παράλληλα, η αρχιτεκτονική που ακολουθεί απαρέγκλιτα τις αρχές της μοντέρνας παράδοσης, διατηρώντας δυνατούς δεσμούς με το έργο του Le Corbusier και το Bauhaus, δεν έπαψε ποτέ να παράγει αξιόλογες λύσεις. Μια εντελώς σύγχρονη και δημιουργική εξέλιξή της εξακολουθεί να εκφράζει ο πρωτοπόρος και ανήσυχος ερευνητής Αλέξανδρος Τομπάζης. Ορόσημο των περιβαλλοντικών προβληματισμών του είναι το σπίτι διακοπών «Ήλιος Ι» στην Τράπεζα Αιγιαλείας (1977), μια βιοκλιματική κατοικία που διαλέγεται με τον ήλιο και τη γη. Ο ενεργειακός σχεδιασμός είναι βασικό μέλημα των περισσότερων μελετών του Τομπάζη, που ανοίγουν έτσι μια σύγχρονη και αξιόπιστη προοπτική για την ελληνική αρχιτεκτονική. Εξαιρετικό ενδιαφέρον για τη συμβολή τους στο αστικό τοπίο έχουν και τα κτίρια γραφείων που έκτισε στην Αθήνα. Από το πλούσιο έργο του διακρίνονται το κτίριο γραφείων της οδού Β. Σοφίας 75 (1981), το «μπλε κτίριο» της λεωφόρου Αλεξάνδρας (1991), τα γραφεία του στο Χαλάνδρι (1990) και εκείνα της εταιρείας ΑΒΑΞ στο Λυκαβηττό (1992).
Περισσότερο πιστοί στην ποιητική παράδοση του Le Corbusier έμειναν οι Τάσος και Δημήτρης Μπίρης, που ανέπτυξαν σημαντική δραστηριότητα από τη δεκαετία του ’60, με πολλές διακρίσεις σε αρχιτεκτονικούς διαγωνισμούς. Ο αδελφοί Μπίρη ασκούν μια συνεπή μοντέρνα μορφοπλασία, που διακρίνεται για τις γόνιμες αισθητικές αναζητήσεις της, με τη δεξιοτεχνική χρήση του εμφανούς σκυροδέματος και την άψογη λειτουργικότητα. Από το πλούσιο και υψηλής ποιότητας έργο τους ξεχωρίζει η πρωτότυπη λύση που έδωσαν στο πρόβλημα της προαστιακής πολυκατοικίας με το συγκρότημα της οδού Χρυσανθέμων στο Πολύδροσο (1977). Από τα δημόσια κτίρια που έχουν μελετήσει χαρακτηριστικό είναι το Δημαρχείο-Πολιτιστικό Κέντρο Αργυρούπολης (1985) και το κτίριο γραφείων της Ελληνικής Τεχνοδομικής (1998). Η ποιητικότητα της αρχιτεκτονικής τους και η καθηγητική τους ιδιότητα ασκούν μεγάλη επιρροή σε πολλούς νεότερους αρχιτέκτονες και διαμορφώνουν σχολή με πολλούς μιμητές και έργα σε όλη τη χώρα.
Σημαντικοί για τη συμβολή τους στην εξέλιξη της μοντέρνας παράδοσης και με δραστηριότητα στο εξωτερικό είναι οι Αλέξανδρος Χριστοφέλης (1946-1991, Διεθνές Ταπητουργικό Κέντρο στον Ταύρο, 1981) και Πάνος Κουλέρμος (Ίδρυμα Τεχνολογίας και Έρευνας Κρήτης, 1987). Οι νεότεροι Τάσης Παπαϊωάννου και Δημήτρης Ησαΐας επίσης εργάζονται στην κατεύθυνση ανανέωσης του μοντέρνου λεξιλογίου με σημαντικά κτίρια, όπως τις κατοικίες στην Πεντέλη (1989) και στο Ριμπάρι Κερατέας (1992). Από τους πολλούς αξιόλογους δημιουργούς της μοντέρνας παράδοσης που σήμερα δραστηριοποιούνται δημιουργικά διακρίνονται το ζεύγος Μανέττα και η ομάδα οι Μπ. Ιωάννου-Τ. Σωτηρόπουλος-Α.Β. Γκίλντερ, με πολλά ιδιωτικά έργα. Επίσης, οι Α. Κούρκουλας και Μ. Κοκκίνου έχουν διαμορφώσει ένα αξιοσημείωτο ιδίωμα αστικής αρχιτεκτονικής, με κορυφαίο μέχρι στιγμής έργο τους το συγκρότημα γραφείων της εταιρίας «Μηχανική» στο Μαρούσι (1993).
Την τελευταία δεκαετία του 20ού αιώνα οι τοπικοί πολιτισμοί είναι περισσότερο ανοιχτοί από ποτέ στις επικοινωνίες, στις ανταλλαγές και στη διάδοση των ιδεών. Όσο διεθνής ήταν η κριτική στο μοντερνισμό έως πρόσφατα, άλλο τόσο παγκόσμια γίνεται κάθε τάση που δημιουργείται στα πολιτιστικά κέντρα της εποχής μας, την Αμερική και τη δυτική Ευρώπη.
Η ελληνική αρχιτεκτονική σκηνή στις αρχές του 21ου αιώνα έχει πολλούς σημαντικούς πρωταγωνιστές, νέους και παλαιότερους, που ακολουθούν μια ποικιλία διεθνών προτύπων ή δημιουργούν με αυθεντικό τρόπο επιχειρώντας ανεξάρτητες προσεγγίσεις της ελληνικής πραγματικότητας στο πλαίσιο της παγκοσμιότητας.
Μια αντιπροσωπευτική, αν και περιορισμένη εικόνα των σύγχρονων τάσεων στην Ελλάδα δίνουν τα «Βραβεία Αρχιτεκτονικής 2000», ένας θεσμός που οργανώθηκε από το Ελληνικό Ινστιτούτο Αρχιτεκτονικής και πήρε μεγάλη δημοσιότητα. Η κορυφαία λύση που διακρίθηκε στην κατηγορία των ιδιωτικών κατοικιών είναι το «Σπίτι στην Αίγινα», των Γ. Μακρή και Γ. Καλαβρυτινού, ένα έργο που συνεχίζει άξια τη μεγάλη παράδοση της ευαίσθητης δημιουργικής προσέγγισης του ελληνικού τοπίου και της αρχιτεκτονικής ιστορίας του. Στην κατηγορία των δημόσιων έργων, διακρίθηκε η Κεντρική Βιβλιοθήκη του ΑΠΘ, των Α. Κωτσιόπουλου, Μ. Παπανικολάου και Ρ. Σακελλαρίδου, ένα κτίριο που διαθέτει βαθιά εσωτερικότητα, ανασκευάζοντας τη συνήθη εικόνα περί κτιρίων, καθώς είναι σχεδόν ολόκληρη υπόγεια. Στην κατηγορία των έργων επαγγελματικής χρήσης βραβεύτηκαν οι Τ. Παπαϊωάννου και Δ. Ησαΐας. Στα υπόλοιπα βραβευθέντα έργα περιλαμβάνονται λύσεις καθαρά μοντέρνες όσο και προσεγγίσεις ευαίσθητες στο πνεύμα του τόπου όπου χτίζονται. Ο πλουραλισμός είναι μεγάλος και δείχνει την ικανότητα των Ελλήνων αρχιτεκτόνων να αντιμετωπίζουν δύσκολα προβλήματα, είτε σε κτίρια εξυπηρέτησης σύνθετων λειτουργιών είτε στην ανάδειξη δημόσιων χώρων είτε στην ένταξη νέων κτιρίων σε υφιστάμενο αστικό ιστό.
Ενώ η τοιχογραφία της σύγχρονης ελληνικής αρχιτεκτονικής θα έπρεπε να συμπληρωθεί με πλήθος ακόμη σημαντικών έργων, το ενδιαφέρον σήμερα στρέφεται και σε νέους πρωτόγνωρους τομείς δράσης. Τα μείζονα προβλήματα των πόλεων έχουν φέρει στο προσκήνιο την ανάγκη σχηματισμού νέων γνωστικών και δημιουργικών πεδίων, που θα αντιμετωπίζουν την υποβάθμιση και τη φθορά του αστικού χώρου και της αρχιτεκτονικής κληρονομιάς. Οι τομείς αυτοί δείχνουν διαφορετικοί από την κτιριακή αρχιτεκτονική, η οποία εξακολουθεί να είναι περισσότερο ελκυστική και προκλητική. Έτσι, οι νέες περιοχές, ενώ έχουν μεγαλύτερη ανάγκη από δημιουργικές προσεγγίσεις και απαιτούν επίπονη δουλειά, δεν παρέχουν την ανάλογη προβολή και φήμη στους αρχιτέκτονες.
Η προστασία της αρχιτεκτονικής κληρονομιάς, αν και είναι ένας κλάδος με μεγάλη ιστορία, μόνο πρόσφατα απασχόλησε ευρύτερα την ελληνική αρχιτεκτονική παραγωγή. Τα μνημεία του ελληνικού χώρου, κυρίως τα αρχαία, κέντρισαν το ενδιαφέρον ήδη από τις πρώτες ημέρες του νεοσύστατου βασιλείου. Από τις αρχές του 20ού αι. στην κατηγορία αυτή περιελήφθησαν και τα βυζαντινά μνημεία. Όμως, παρά την έλξη που ασκούσε η παραδοσιακή αρχιτεκτονική ήδη από το ’30, η αποκατάστασή της παρέμενε πλήρως εκτός δημιουργικού φάσματος των Ελλήνων αρχιτεκτόνων. Μετά τη μεταπολίτευση το νέο νομοθετικό πλαίσιο προστασίας και σημαντικές κοινωνικές αλλαγές, όπως η ανάπτυξη του τουρισμού, δημιούργησαν ένα νέο αρχιτεκτονικό είδος: τις αποκαταστάσεις μνημείων, παραδοσιακών κτιρίων και οικιστικών συνόλων. Πολλοί σημαντικοί αρχιτέκτονες εργάζονται σε αυτή την κατηγορία, που έχει ήδη την ιστορία της. Πρωτοποριακή χαρακτηρίζεται η δουλειά του ζεύγους Καλλιγά στη Μονεμβασιά από τη δεκαετία του ’70, των καθηγητών Δ. Ζήβα στην Αθήνα και Ν. Μουτσόπουλου στη Βόρεια Ελλάδα. Τους ακολούθησαν πολλοί άλλοι, που σχεδιάζουν και υλοποιούν την αποκατάσταση οικισμών και κτιρίων, μνημείων και άσημων σπιτιών.
Σήμερα η ένταξη μιας νέας χρήσης σε υφιστάμενο κέλυφος συνιστά ιδιαίτερα ενδιαφέροντα και δύσκολο τομέα. Σύγχρονες παραπλήσιες εξελίξεις σε αυτό το πεδίο είναι οι αναπλάσεις σε υποβαθμισμένες γειτονιές πόλεων, όπως έγινε στη συνοικία Ψυρρή στην Αθήνα και στα Λαδάδικα στη Θεσσαλονίκη στη δεκαετία του ’90.
Οι αστικές αναπλάσεις, εκτός από την προστασία του αρχιτεκτονικού πλούτου και τη διάσωση του πολεοδομικού ύφους μιας περιοχής, αφορούν και το σχεδιασμό του υπαίθριου δημόσιου χώρου. Οι διαμορφώσεις των πλατειών και των δημόσιων χώρων συνιστούν ανέκαθεν σημαντικό αρχιτεκτονικό έργο, καθώς αυτό εκφράζει το πολιτισμικό επίπεδο της κοινωνίας. Δυστυχώς, η σύγχρονη ελληνική αρχιτεκτονική λίγα σημαντικά έργα έχει να επιδείξει σε αυτό τον τομέα, καθώς ο δημόσιος αστικός χώρος παρέμενε ως πρόσφατα παραμελημένος, αφημένος σε μια «εκ των ενόντων» διαχείριση από τις τοπικές αρχές. Στην ανατολή του 21ου αιώνα το μεγάλο πρόγραμμα Ενοποίησης των Αρχαιολογικών Χώρων της Αθήνας έδωσε τη δυνατότητα σε σημαντικούς Έλληνες αρχιτέκτονες να ανασχεδιάσουν την πόλη, ωστόσο τα αποτελέσματα δεν ξέφυγαν από τις αντινομίες του ελληνικού χώρου.
Δίπλα στους παλαιούς διακεκριμένους μελετητές αναδείχθηκαν και νέοι μέσα από αρχιτεκτονικούς διαγωνισμούς. Από αυτή τη νέα γενιά αναμένεται η γνήσια δημιουργική ματιά για το αστικό τοπίο και μια ανανεωτική συμβολή στις προοπτικές της ελληνικής αρχιτεκτονικής στον 21ο αιώνα.
1
Το αρχικό πολεοδομικό σχέδιο της Αθήνας των Κλεάν--θη-Schaubert.
Το κτίριο της Ακαδημίας Αθηνών, έργο του αρχιτέκτονα Θεόφιλου Χάνσεν (φωτ. Όθωνα Τσουνάκου).
Το Εθνικό Αρχαιολογικό Μουσείο (φωτ. Όθωνα Τσουνάκου).
Το ξενοδοχείο «Hilton», του 1958, σχεδιάστηκε από τους Ε. Βουρέκα, Πρ. Βασειλιάδη και Σπ. Στάικο (φωτ. από την έκδ. «100+1 χρόνια Ελλάδα»).
Dictionary of Greek. 2013.